ψωμικά
(ουσ.)
ψωμικά
[psomiˈka]
Ποτάμ.
Από το ουσ. ψωμί και το παραγωγ. επίθμ. -ικός, με ουσιαστικοπ. του ουδ.
Τροποποιήθηκε: 22/07/2025