ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ψωμικά (ουσ.,πληθ.) ψωμικά [psomiˈka] Ποτάμ. Από το ουσ. ψωμί και το παραγωγ. επίθμ. -ικός, με ουσιαστικοπ. του ουδ.
Τρόφιμα : Το σ̑κυλί και το πισίκα παγαίνισ̑καν, έκλεφταν ασ' σου τσ̑ιφτσ̑ιδιούς 'σ' σα δισέκκια τα ψωμικά (Το σκυλί και η γάτα πήγαιναν και έκλεβαν από τα δισάκκια των αγροτών τα τρόφιμα) Ποτάμ. -Dawk. Συνών. ζαχράς, φάγημα