ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζαχράς (ουσ. αρσ.) ζαχράς [zaxˈras] Σινασσ., Φάρασ. ζαχρά [zaxˈra] Μισθ., Φλογ. Πληθ. ζαχράδια [zaˈxraðʝa] Φλογ. Από το τουρκ. ουσ. zahire = απόθεμα σιτηρών, όπου και διαλεκτ. τύπ. zahra. Πβ. το ν.ε. διαλεκτ. ζαϊρές.
1. Καρπός (κυρίως των σιτηρών) ό.π.τ. : Κειότουν τ’ αμbαριού το σπίτ’· εκεί κόνωναν τα ζαχράδια (Υπήρχε το δωμάτιο της αποθήκης, εκεί άδειαζαν τους καρπούς) Φλογ. -ΚΜΣ-ΚΠ191
2. Γενικότ., τρόφιμα Μισθ. : Με το ζαχρά παίρνισ̑καμ’ (Ψωνίζαμε με αντάλλαγμα τρόφιμα) Μισθ. -ΚΜΣ-ΚΠ243 Συνών. φάγημα, ψωμικά :1