ζαχράς
(ουσ. αρσ.)
ζαχράς
[zaxˈras]
Σινασσ., Φάρασ.
ζαχρά
[zaxˈra]
Μισθ., Φλογ.
Πληθ.
ζαχράδια
[zaˈxraðʝa]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. zahire = απόθεμα σιτηρών, όπου και διαλεκτ. τύπ. zahra. Πβ. το ν.ε. διαλεκτ. ζαϊρές.
1. Καρπός (κυρίως των σιτηρών)
ό.π.τ.
:
Κειότουν τ’ αμbαριού το σπίτ’· εκεί κόνωναν τα ζαχράδια
(Υπήρχε το δωμάτιο της αποθήκης, εκεί άδειαζαν τους καρπούς)
Φλογ.
-ΚΜΣ-ΚΠ191
2. Γενικότ., τρόφιμα
Μισθ.
:
Με το ζαχρά παίρνισ̑καμ’
(Ψωνίζαμε με αντάλλαγμα τρόφιμα)
Μισθ.
-ΚΜΣ-ΚΠ243
Συνών.
φάγημα, ψωμικά :1