ζατέν
(σύνδ.)
ζατέν
[zaˈten]
Αραβαν., Ουλαγ.
ζα̈́τ͑α̈́ν
[zæ'tʰæn]
Αφσάρ.
ζατίμ
[zaˈtim]
Φάρασ.
ζατ͑ίν
[za'tʰin]
Τσουχούρ.
ζατ͑ί
[za'tʰi]
Φάρασ.
ζατούν
[zaˈtun]
Μισθ.
Από τον τουρκ. σύνδ. zaten (< αραβ. ḏātan) = εξάλλου, όπου και διαλεκτ. τύπ. zati, zatan.
Εξάλλου
ό.π.τ.
:
Ζατέν, έπαν ντα
(Εξάλλου, τα είπαν)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ζατούν, ισύ γιορονιάεις
(Εξάλλου, εσύ γέρασες )
Μισθ.
-Κοτσαν.