ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζατέν (σύνδ.) ζατέν [zaˈten] Αραβαν., Ουλαγ. ζα̈́τ͑α̈́ν [zæ'tʰæn] Αφσάρ. ζατίμ [zaˈtim] Φάρασ. ζατ͑ίν [za'tʰin] Τσουχούρ. ζατ͑ί [za'tʰi] Φάρασ. ζατούν [zaˈtun] Μισθ. Από τον τουρκ. σύνδ. zaten (< αραβ. ḏātan) = εξάλλου, όπου και διαλεκτ. τύπ. zati, zatan.
Εξάλλου ό.π.τ. : Ζατέν, έπαν ντα (Εξάλλου, τα είπαν) Ουλαγ. -Κεσ. Ζατούν, ισύ γιορονιάεις (Εξάλλου, εσύ γέρασες ) Μισθ. -Κοτσαν.