ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζαρλαντίζω (ρ.) Υποτ. ζαρλανdίσω [zarlanˈdiso] Φλογ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. zağlanmak = παχαίνω.
Παχαίνω : Να βοσ̑κηθώ και να ζαρλανdίσω (Θα φάω και θα παχύνω) Φλογ. -Dawk.
Τροποποιήθηκε: 08/09/2024