ζαρλαντίζω
(ρ.)
Υποτ.
ζαρλανdίσω
[zarlanˈdiso]
Φλογ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. zağlanmak = παχαίνω.
Παχαίνω
:
Να βοσ̑κηθώ και να ζαρλανdίσω
(Θα φάω και θα παχύνω)
Φλογ.
-Dawk.