ζεγκίνης
(επίθ.)
ζενgίνης
[zeŋˈɟinis]
Σίλ., Φάρασ.
ζενgίνι
[zeŋˈɟini]
Σατ., Τσουχούρ., Φάρασ.
ζενgίν
[zeŋˈɟin]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Σίλατ., Σινασσ., Φάρασ.
ζα̈νgίν
[zæŋˈɟin]
Μισθ., Τροχ.
ζ̑αgίν
[ʒaˈɟin]
Μισθ.
ζαγκίν
[zaˈɟin]
Αραβ., Μισθ.
ζενίν
[zeˈnin]
Αραβαν.
Θηλ.
ζενgίν’τ͑σα
[zeŋˈɟintʰsa]
Φάρασ.
ζενgίνισσα
[zenˈɟinisa]
Σίλ.
Από το τουρκ. επίθ. zengin = πλούσιος.
Πλούσιος
ό.π.τ.
:
Ο τσ̑οbάνος πάλι ένdουν πολύ ζενgίνι
(Ο τσομπάνος πάλι ήταν πολύ πλούσιος)
Φάρασ.
-Dawk.
Εκείνο ασ' τ' ούλ-λα κι άλλο ζενgίν 'ναι
(Εκείνος είναι πλουσιότερος απ' όλους)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συ πάλι ήσουν φουκ͑αρα̈́ς· πε μου τα 'παπού 'ενόσουν ζενgίν
(Εσύ πάλι ήσουν φτωχός· πες μου από πού έγινες πλούσιος)
Φάρασ.
-Dawk.
Ιτό τσ̑είδι ζ̑αgίν
(Αυτός είναι πλούσιος)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ιτό βαβά τουν ζενίν 'τουν
(Αυτός ο πατέρας τους ήταν πλούσιος)
Αραβαν.
-Dawk.
Έγερ να πάρεις τουτουνού τσ̑ην γκόρη ωζ 'εναίκα, τότι σ̑υ σε να 'νείς πολύ ζενgίνης
(Αν πάρεις αυτούνου την κόρη για γυναίκα, τότε θα γίνεις πολύ πλούσιος)
Σίλ.
-Dawk.
Ατούρα ζαgίνια πήραν τσαινούργια αυτοκίνητα
(Αυτοί πλούσιοι πήραν καινούργια αυτοκίνητα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Κι εγώ θέλω να πάρω ένα ζενgίν' άνdρα, αμά μούτε φτωχός με παίρ'
(Κι εγώ θέλω να πάρω έναν πλούσιο άντρα, αλλά ούτε φτωχός δεν με παίρνει)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Είχαν τσι ένα ζα̈γκίν μέσ̑η τνι σ' ολόκληρο δου Μιστί μέσα
(Είχαν και έναν πλούσιο ανάμεσά τους, μέσα σε ολόκληρο το Μιστί)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ήτουνι πολύ ζενgίνι, είσ̑ινι πουγά αλτούνα λίρις, είσ̑ινι τσιράχους
(Ήταν πολύ πλούσιος, είχε πολλές χρυσές λίρες, είχε υπηρέτες)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Φρ.
Ζαgίν σπίτ'
(πλούσιο σπίτι˙ πλουσιόσπιτο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Παροιμ.
Τ' ζενgινιού το γιοργάν' μακρύ 'ναι, το βρώμοζ-ου-τ' όξω ντε βγαίν', τ' φουκαρεγιού μικρό' ναι, αψά βγαίν'
(Του πλούσιου το πάπλωμα είναι μακρύ και η βρώμα του δεν βγαίνει έξω, ενώ του φτωχού είναι μικρό και (η βρώμα του) βγαίνει γρήγορα˙ τα παραπτώματα των πλουσίων καλύπτονται, ενώ των φτωχών όχι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Αν είσαι ζενgίν είσαι και ακουλ-λού
(Αν είσαι πλούσιος, είσαι και έξυπνος˙ το χρήμα καλύπτει όλα τα ελαττώματα, συμπεριλαμβανόμενης της βλακείας)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Του ζενgίνη τα μάλι, του φουχαρά τα καdζ̑ία
(Του πλούσιου το βιος, του φτωχού τα λόγια˙ Άδικα διαμαρτύρονται οι φτωχοί εναντίον των πλουσίων, πάντα τα λεφτά υπερισχύουν)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
βαϊριχλού, δυνατός, κεφαλάς, πλούσιος :1