ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζεγκίνης (επίθ.) ζενgίνης [zeŋˈɟinis] Σίλ., Φάρασ. ζενgίνι [zeŋˈɟini] Σατ., Τσουχούρ., Φάρασ. ζενgίν [zeŋˈɟin] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Σίλατ., Σινασσ., Φάρασ. ζα̈νgίν [zæŋˈɟin] Μισθ., Τροχ. ζ̑αgίν [ʒaˈɟin] Μισθ. ζαγκίν [zaˈɟin] Αραβ., Μισθ. ζενίν [zeˈnin] Αραβαν. Θηλ. ζενgίν’τ͑σα [zeŋˈɟintʰsa] Φάρασ. ζενgίνισσα [zenˈɟinisa] Σίλ. Από το τουρκ. επίθ. zengin = πλούσιος.
Πλούσιος ό.π.τ. : Ο τσ̑οbάνος πάλι ένdουν πολύ ζενgίνι (Ο τσομπάνος πάλι ήταν πολύ πλούσιος) Φάρασ. -Dawk. Εκείνο ασ' τ' ούλ-λα κι άλλο ζενgίν 'ναι (Εκείνος είναι πλουσιότερος απ' όλους) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συ πάλι ήσουν φουκ͑αρα̈́ς· πε μου τα 'παπού 'ενόσουν ζενgίν (Εσύ πάλι ήσουν φτωχός· πες μου από πού έγινες πλούσιος) Φάρασ. -Dawk. Ιτό τσ̑είδι ζ̑αgίν (Αυτός είναι πλούσιος) Μισθ. -Κοτσαν. Ιτό βαβά τουν ζενίν 'τουν (Αυτός ο πατέρας τους ήταν πλούσιος) Αραβαν. -Dawk. Έγερ να πάρεις τουτουνού τσ̑ην γκόρη ωζ 'εναίκα, τότι σ̑υ σε να 'νείς πολύ ζενgίνης (Αν πάρεις αυτούνου την κόρη για γυναίκα, τότε θα γίνεις πολύ πλούσιος) Σίλ. -Dawk. Ατούρα ζαgίνια πήραν τσαινούργια αυτοκίνητα (Αυτοί πλούσιοι πήραν καινούργια αυτοκίνητα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Κι εγώ θέλω να πάρω ένα ζενgίν' άνdρα, αμά μούτε φτωχός με παίρ' (Κι εγώ θέλω να πάρω έναν πλούσιο άντρα, αλλά ούτε φτωχός δεν με παίρνει) Σινασσ. -Λεύκωμα Είχαν τσι ένα ζα̈γκίν μέσ̑η τνι σ' ολόκληρο δου Μιστί μέσα (Είχαν και έναν πλούσιο ανάμεσά τους, μέσα σε ολόκληρο το Μιστί) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ήτουνι πολύ ζενgίνι, είσ̑ινι πουγά αλτούνα λίρις, είσ̑ινι τσιράχους (Ήταν πολύ πλούσιος, είχε πολλές χρυσές λίρες, είχε υπηρέτες) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. || Φρ. Ζαgίν σπίτ' (πλούσιο σπίτι˙ πλουσιόσπιτο) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Παροιμ. Τ' ζενgινιού το γιοργάν' μακρύ 'ναι, το βρώμοζ-ου-τ' όξω ντε βγαίν', τ' φουκαρεγιού μικρό' ναι, αψά βγαίν' (Του πλούσιου το πάπλωμα είναι μακρύ και η βρώμα του δεν βγαίνει έξω, ενώ του φτωχού είναι μικρό και (η βρώμα του) βγαίνει γρήγορα˙ τα παραπτώματα των πλουσίων καλύπτονται, ενώ των φτωχών όχι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Αν είσαι ζενgίν είσαι και ακουλ-λού (Αν είσαι πλούσιος, είσαι και έξυπνος˙ το χρήμα καλύπτει όλα τα ελαττώματα, συμπεριλαμβανόμενης της βλακείας) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Του ζενgίνη τα μάλι, του φουχαρά τα καdζ̑ία (Του πλούσιου το βιος, του φτωχού τα λόγια˙ Άδικα διαμαρτύρονται οι φτωχοί εναντίον των πλουσίων, πάντα τα λεφτά υπερισχύουν) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. βαϊριχλού, δυνατός, κεφαλάς, πλούσιος :1