ζεμπίλι
(ουσ.)
ζεμbίλι
[zemˈbili]
Φάρασ.
ζεμbίλ'
[zemˈbil]
Αραβαν., Γούρδ., Ποτάμ., Φάρασ.
ζιμbίλι
[zimˈbili]
Ποτάμ.
ζαμbούλι
[zamˈbuli]
Σίλ.
Νεότ. ουσ. ζεμπίλι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. zembil.
Κοφίνι
ό.π.τ.
:
Είπε ντι κι: «Άτσ̑ίλ, ζεμπίλ'»·'νοίγι̂ το γκάτσ̑ι
(Είπε: «Άνοιξε, ζεμπίλι»· ανοίγει ο βράχος)
Φάρασ.
-Dawk.
|| Ασμ.
Την κόρη σου την όμορφη βάλ’ το μέσ’ στο ζιμbίλι
και κρέμασέ το αψηλά να μη το φαν οι ψύλλοι (Την κόρη σου την όμορφη βάλ' την μέσ' στο ζεμπίλι,
Και κρέμασέ το ψηλά να μην την φάνε οι ψύλλοι) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327 Συνών. κούφα, κοφίνι
και κρέμασέ το αψηλά να μη το φαν οι ψύλλοι (Την κόρη σου την όμορφη βάλ' την μέσ' στο ζεμπίλι,
Και κρέμασέ το ψηλά να μην την φάνε οι ψύλλοι) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327 Συνών. κούφα, κοφίνι