ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζενζεφίλ (ουσ. ουδ.) ζενζεφίλ [zenzeˈfil] Ανακ. Από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. zencefil = πιπερόριζα. Πβ. το ήδη μεταγν. ουσ. ζιγγίβερις, και το νεότ. ζιζιφίλι (σε ιατροσόφιο του 18ου αι., βλ. Μηνάς 2012: 119).
Πιπερόριζα, τζίντζερ