ζενζεφίλ
(ουσ. ουδ.)
ζενζεφίλ
[zenzeˈfil]
Ανακ.
Από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. zencefil = πιπερόριζα. Πβ. το ήδη μεταγν. ουσ. ζιγγίβερις, και το νεότ. ζιζιφίλι (σε ιατροσόφιο του 18ου αι., βλ. Μηνάς 2012: 119).
Πιπερόριζα, τζίντζερ