ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζερντελί (ουσ. ουδ.) ζερντελί [zerdeˈli] Φκόσ. ζέρντελι [ˈzerdeli] Ουλαγ. ζαρνταούς [zardaˈous] Φκόσ. Πληθ. ζαρταβούδες [zartaˈvuðes] Φάρασ. ζαρταούδα [zartaˈuða] Τσουχούρ. Από το τουρκ. ουσ. zerdali = βερίκοκκο, όπου και διαλεκτ. τύπ. zerdeli. Ο δανεισμός ήδη μεσν. ( Λεξ. Δουκ., LBG, λ. ζαρταλού και Shukurov 2015: 223). Πβ. και νεότ. ζερνταλούδι.
1. Βερίκοκκο ό.π.τ. Συνών. βερικόκκι, καΐσι
2. Βερικοκκιά ό.π.τ. : Έβγκινι α βορές, τσ̑ίπ τά ζαρταούδα γκρέμτσιν τα στή (Σηκώθηκε ένας βοριάς, όλες τις βερικοκκιές τις γκρέμισε καταγής) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr.