ζέστη
(ουσ. θηλ.)
ζέστη
[ˈzesti]
Σινασσ.
ζέσ̑τη
[ˈzeʃti]
Σίλ.
ζέστα
[ˈzesta]
Ανακ., Δίλ.
ζέσ̑τη
[ˈzeʃti]
Σίλ.
ζέστσ̑η
[ˈzestʃi]
Σίλ.
ζέσ̑η
[ˈzeʃi]
Σίλ.
δέσ̑τη
[ˈðeʃti]
Φλογ.
δέστα
[ˈðesta]
Τελμ.
Αρσ.
ζέστης
[ˈzestis]
Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ.
ζέσ̑της
[ˈzeʃtis]
Αξ., Καρατζάβ., Μισθ.
ζέσ̑τσ̑ης
[ˈzeʃtʃis]
Αραβαν.
ζέστους
[ˈzestus]
Μισθ., Τσαρικ.
Μεσν. ουσ. ζέστη, το οπ. από το επίθ. ζεστός αναδρομ. (θεμ. ζεστ- και παραγωγ. επίθμ. -η). Το επίσης μεσν. ζέστα από το ρ. ζεσταίνω αναδρομ. (θεμ. ζεστ- και παραγωγ. επίθμ. -α). Ο τύπ. ζέστους κατ' επίδρ. άλλων ουσ. σε -ος (π.χ. κρύος, πάγος).
1. Zέστη, υψηλή θερμοκρασία του περιβάλλοντος
ό.π.τ.
:
Αύγουστου ζέστα
(Η ζέστη του Αυγούστου)
Δίλ.
-Κωστ.Μ.
Ζέστα σ̑ήμερα, ψήθαμε
(Ζέστη σήμερα, ψηθήκαμε)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Οπ' τσ̑η ζέσ̑η τ͑ουτούισα
(Κάηκα από την ζέστη)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ιτό το ζέστης ντε ταυρίζεται
(Αυτή η ζέστη δεν υποφέρεται)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Πολύ ζέσ̑της φσ̑αν' σ̑ήμερα, όλιος κάφ'
(Πολλή ζέστη κάνει σήμερα, ο ήλιος καίει.)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Σήμερα πολύ ζέστους να μποίκ'
(Σήμερα θα κάνει πολύ ζέστη)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ντε μπόριξι ντου πολύ ζέστους ντετσ̑ού κατ'
(Δεν άντεξε την πολύ ζέστη (στην φωλιά του δράκου) εκεί κάτω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΑΠΘ
Ντ' αλούγαα παίνου ποτίζου δα· αχτσά ζέστους πίν’νι τσι πολύ λερό
(Τα άλογα πηγαίνω και τα ποτίζω· με τέτοια ζέστη πίνουνε και πολύ νερό)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Πήρεν τον ζέστα
(Τον πήρε η ζέστη˙ έπαθε ηλίαση)
Δίλ.
-Κωστ.Μ.
|| Παροιμ.
Ασ' του Μαρτιού το κρύο κι ασ' του Αυγούστου την ζέστη να φοβάσαι
(Να φοβάσαι το κρύο του Μαρτίου και την ζέστη του Αυγούστου˙ να φοβάσαι και να προφυλάσσεσαι από τις έντονες καιρικές συνθήκες (όπως είναι το κρύο που βγάζει τον Μάρτιο και η ζέστη που κάνει τον Αύγουστο))
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
ζεστάδα
2. Πυρετός
Αραβαν., Σίλ., Τσαρικ.
:
Ρο πούρ'σα να σ'κώσου αόπουρμα του κιφάλι μ', έχου ζέσ̑'
(Δεν μπόρεσα το πρωί να σηκώσω το κεφάλι μου, έχω πυρετό)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Φρ.
Έκοψεν ντο ζέσ̑τσ̑ης
(Τον έκοψε η ζέστη˙ τον κατέβαλε ο πυρετός)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.