ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζέστη (ουσ. θηλ.) ζέστη [ˈzesti] Σινασσ. ζέσ̑τη [ˈzeʃti] Σίλ. ζέστα [ˈzesta] Ανακ., Δίλ. ζέσ̑τη [ˈzeʃti] Σίλ. ζέστσ̑η [ˈzestʃi] Σίλ. ζέσ̑η [ˈzeʃi] Σίλ. δέσ̑τη [ˈðeʃti] Φλογ. δέστα [ˈðesta] Τελμ. Αρσ. ζέστης [ˈzestis] Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ. ζέσ̑της [ˈzeʃtis] Αξ., Καρατζάβ., Μισθ. ζέσ̑τσ̑ης [ˈzeʃtʃis] Αραβαν. ζέστους [ˈzestus] Μισθ., Τσαρικ. Μεσν. ουσ. ζέστη, το οπ. από το επίθ. ζεστός αναδρομ. (θεμ. ζεστ- και παραγωγ. επίθμ. ). Το επίσης μεσν. ζέστα από το ρ. ζεσταίνω αναδρομ. (θεμ. ζεστ- και παραγωγ. επίθμ. ). Ο τύπ. ζέστους κατ' επίδρ. άλλων ουσ. σε -ος (π.χ. κρύος, πάγος).
1. Zέστη, υψηλή θερμοκρασία του περιβάλλοντος ό.π.τ. : Αύγουστου ζέστα (Η ζέστη του Αυγούστου) Δίλ. -Κωστ.Μ. Ζέστα σ̑ήμερα, ψήθαμε (Ζέστη σήμερα, ψηθήκαμε) Ανακ. -Κωστ.Α. Οπ' τσ̑η ζέσ̑η τ͑ουτούισα (Κάηκα από την ζέστη) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ιτό το ζέστης ντε ταυρίζεται (Αυτή η ζέστη δεν υποφέρεται) Ουλαγ. -Κεσ. Πολύ ζέσ̑της φσ̑αν' σ̑ήμερα, όλιος κάφ' (Πολλή ζέστη κάνει σήμερα, ο ήλιος καίει.) Μισθ. -Κωστ.Μ. Σήμερα πολύ ζέστους να μποίκ' (Σήμερα θα κάνει πολύ ζέστη) Μισθ. -Κοτσαν. Ντε μπόριξι ντου πολύ ζέστους ντετσ̑ού κατ' (Δεν άντεξε την πολύ ζέστη (στην φωλιά του δράκου) εκεί κάτω) Μισθ. -ΑΠΥ-ΑΠΘ Ντ' αλούγαα παίνου ποτίζου δα· αχτσά ζέστους πίν’νι τσι πολύ λερό (Τα άλογα πηγαίνω και τα ποτίζω· με τέτοια ζέστη πίνουνε και πολύ νερό) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Φρ. Πήρεν τον ζέστα (Τον πήρε η ζέστη˙ έπαθε ηλίαση) Δίλ. -Κωστ.Μ. || Παροιμ. Ασ' του Μαρτιού το κρύο κι ασ' του Αυγούστου την ζέστη να φοβάσαι (Να φοβάσαι το κρύο του Μαρτίου και την ζέστη του Αυγούστου˙ να φοβάσαι και να προφυλάσσεσαι από τις έντονες καιρικές συνθήκες (όπως είναι το κρύο που βγάζει τον Μάρτιο και η ζέστη που κάνει τον Αύγουστο)) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. ζεστάδα
2. Πυρετός Αραβαν., Σίλ., Τσαρικ. : Ρο πούρ'σα να σ'κώσου αόπουρμα του κιφάλι μ', έχου ζέσ̑' (Δεν μπόρεσα το πρωί να σηκώσω το κεφάλι μου, έχω πυρετό) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Φρ. Έκοψεν ντο ζέσ̑τσ̑ης (Τον έκοψε η ζέστη˙ τον κατέβαλε ο πυρετός) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.