ήψιμο
(ουσ. ουδ.)
ήψιμου
[ˈipsimu]
Μαλακ.
γήψιμου
[ˈʝipsimu]
Μισθ.
Από το ρ. άφτω, όπου και τύπ. ήφτω, αόρ. ήψα, και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο.
1. Άναμμα
ό.π.τ.
2. Πυρετός
Μισθ.
Συνών.
άφτημα