ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ήψιμο (ουσ. ουδ.) ήψιμου [ˈipsimu] Μαλακ. γήψιμου [ˈʝipsimu] Μισθ. Από το ρ. άφτω, όπου και τύπ. ήφτω, αόρ. ήψα, και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο.
1. Άναμμα ό.π.τ.
2. Πυρετός Μισθ.
Συνών. άφτημα