ήπατα
(ουσ. ουδ.,πληθ.)
ήπατα
[ˈipata]
Αραβαν., Σινασσ.
Αρχ. ουσ. τὰ ἥπατα (εν. τὸ ἧπαρ).
Η λ. μόνο στην φρ.
:
|| Φρ.
Κόπαν ντα ήπατά μ’
(Μου κόπηκαν τα ήπατα˙ κουράστηκα πολύ)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.