ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ήμισυς (επίθ.) ήμισυ [ˈimisi] Φάρασ. ήμισ̑’ [ˈimiʃ] Αξ. ήμ'σο [ˈimso] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Φλογ. ήμb’σο [ˈimbso] Γούρδ. γήμ'σο [ˈʝimso] Αξ., Μισθ., Φλογ. γήμ'σου [ˈʝimsu] Μαλακ., Μισθ. όημισο [ˈoimiso] Αραβαν., Φερτάκ., Φλογ. όημ'σο [ˈoimso] Αξ. μίσ̑’ [miʃ] Αξ. μισός [miˈsο] Μαλακ., Σίλ. μισέ [miˈse] Φάρασ. μισό [miˈso] Ανακ., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Φάρασ. γημ [ʝim] Αραβ. Πληθ. ήμισα [ˈimisa] Φάρασ. μισά [miˈsa] Ανακ., Μαλακ., Ποτάμ., Σίλατ., Σίλ. μίσ̑α [ˈmiʃa] Αξ. τάημισα [ˈtaimisa] Αφσάρ., Φάρασ. τάμισα [ˈtamisa] Τσουχούρ. ντόημισα [ˈdoimisa] Φερτάκ. ντάημισα [ˈdaimisa] Φάρασ., Φερτάκ. ημ'σόδια [imˈsoðʝa] Φλογ. Από το αρχ. επίθ. ἥμισυς. Ο τύπ. γήμ’σο και γήμ’σου με ανάπτυξη ευφων. [ʝ]. Ο τύπ. μισό ήδη μεσν. με μεταπλ. κατά τα επίθ. σε -ος. Σε συνεκφ. με το οριστ. άρθρ. γίνεται αναβιβασμός του τόνου και ημιφωνοποίηση του αρκτ. η-. Ο τύπ. όημισο με εσφαλμένη κατάτμηση σε συνεκφ. με το οριστ. άρθρ.
1. Ως επίθ. με συχνή παράλειψη του προσδιοριζόμενου ουσ., για την δήλωση ενός συνόλου που αποτελείται ½ μονάδες, μισός ό.π.τ. : Ήμ’σο νουνgιά (Μισή ουγγιά) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Όημισο παρά (Μισός παράς) Φλογ. -Dawk. Μισό ανgώνα (Μισή πήχη) Μισθ. -Κωστ.Μ. Χαμαμτζηριού τον ντόπο έκατσαν μπεερά και νύφ', τόημισο το μέρα τὄνα τουν γκαι τόημισο τ’ άλλο τουν (Στου λουτράρη την θέση έκατσαν η πεθερά και η νύφη, την μισή μέρα η μία, την μισή μέρα η άλλη) Αραβ. -Φωστ.-Κεσ. Έβγκαλε α μισέ τόχτο γκοdζ̑ί (Έβγαλε μισό μέτρο σιτάρι) Φάρασ. -Dawk. Να χιωρίεις ένα ποτάμ', το ήμ'σο τ' όλκος και το ήμ'σο τ' όιμα (Θα δεις ένα ποτάμι, το μισό του πύον και το μισό του αίμα) Αραβαν. -Φωστ. Πγίνιξι μισό μπίρα (Ήπιε μισή μπίρα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Εγώνα του μισό του μενdζ̑ιντιέν πήρα του (Εγώ πήρα το μισό το μετζίτι) Μαλακ. -Dawk. Συνών. γιαρί, γιαρίμι, μισιάρι
β. Κατ' επέκτ. ο ημιτελής Αξ., κ.α., Σίλ. : Ούλ-λα πόμ’ναν μίσ̑α (Όλα έμειναν μισά, ημιτελή ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Φρ. Λαλεί μισά κουτσά (Μιλά μισά κουτσά ˙ μιλάει ψευδά) Σίλ. -Κωστ.Σ.
γ. Κατ' επέκτ., ο ανάπηρος Μαλακ.
2. Για την δημιουργία πολυλεκτικών συνόλων κ.α., Μισθ. : Οβδομήνdα τρία μισό (Εβδομήντα τρία μισό) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
3. Ως ουσιαστικό, το μισό, η μισή ποσότητα από ένα σύνολο και κατ' επέκτ. ένα μέρος απ' αυτό ό.π.τ. : Ασκέρ' τα μισά (Οι μισοί στρατιώτες) Ποτάμ. -Dawk. Ντάημισα έφυγανε (Οι μισοί φύγανε) Φάρασ. -Dawk. Μοιράσ̑ταμ’ ντο, πήρεν όημ’σο εκείνο (Το μοιραστήκαμε, πήρε το μισό εκείνος) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Που πεθανίσκουν τ’ αθρώπ’, τα μισά ασ’ σο μάτ’ ’ναι (Από τους ανθρώπους που πεθαίνουν οι μισοί είναι από το μάτι, δηλ την βασκανία) Ανακ. -Κωστ.Α. Ήμισα σωρεύκαν ξύα, τα ήμισα αφτίνκαν τη νεστία, τα ήμισα φερίνκαν νερό (Κάποια (παιδιά) μάζευαν ξύλα, κάποια άναβαν την φωτιά, τα μισά φέρναν νερό) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. Ως σο όημισό τ’ (Ως τα μισά του˙ ως την μέση) Αραβαν. Νύχτας τόημισο (Της νύχτας τα μισά˙ τα μεσάνυχτα. Πβ. τουρκ.<em> gece yarısı </em>= τα μισά της νύχτας, μεσάνυχτα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Πβ. κιμί
4. Ως μονάδα μέτρησης των σιτηρών, μισό κιλό Κωνσταντινουπόλεως, δηλ. 12 οκάδες Ανακ., Αξ., Μαλακ., Μισθ., Φλογ. Πβ. χοινίκι
5. Σε ονοματικά σύνολα με μετοχή όπου δηλώνει ότι δεν έχει συντελεστεί εντελώς αυτό που δηλώνεται από την μετοχή Αραβαν. : ‘φτάσα ’ς ένα το ήμ’σο τ’ χαλασμένο τσ̑ούχος (Έφτασα σ' ένα μισοχαλασμένο τοίχο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. γιαρί