ημερεύω
(ρ.)
'μερεύω
[meˈrevo]
Φάρασ.
'μερεύου
[meˈrevu]
Μισθ.
Αόρ.
ημέριψα
[iˈmeripsa]
Φάρασ.
Νεότ. ρ. ἡμερεύω (βλ. Λεξ. Βλάχ.). Για τον τύπ. ’μερεύου πβ. νεότ. 'μερεύγω (Λεξ. Κριαρ.).
Hσυχάζω, καθησυχάζω, ηρεμώ κάποιον
ό.π.τ.
:
Γιορούλτ'σα πολύ ους να δου μερέψου
(Κουράστηκα πολύ μέχρι να τον ημερέψω)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Ασμ.
Του Δεσπότη την καρτία ποίκανε τσ̑αι μέρεψαν
(Έκαναν την καρδιά του Δεσπότη να ηρεμήσει)
Φάρασ.
-Κελεκ.