ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ημερεύω (ρ.) 'μερεύω [meˈrevo] Φάρασ. 'μερεύου [meˈrevu] Μισθ. Αόρ. ημέριψα [iˈmeripsa] Φάρασ. Νεότ. ρ. ἡμερεύω (βλ. Λεξ. Βλάχ.). Για τον τύπ. ’μερεύου πβ. νεότ. 'μερεύγω (Λεξ. Κριαρ.).
Hσυχάζω, καθησυχάζω, ηρεμώ κάποιον ό.π.τ. : Γιορούλτ'σα πολύ ους να δου μερέψου (Κουράστηκα πολύ μέχρι να τον ημερέψω) Μισθ. -Κοτσαν. || Ασμ. Του Δεσπότη την καρτία ποίκανε τσ̑αι μέρεψαν (Έκαναν την καρδιά του Δεσπότη να ηρεμήσει) Φάρασ. -Κελεκ.