ηλεκούσκος
(ουσ. αρσ.)
ηλεκούσ’κος
[ileˈkusko]
Φάρασ.
Από το επιθ. ηλιακός, όπου και τύπ. ηλεκός, και το παραγωγ. επίθμ. -ούτσικος.
Τροποποιήθηκε: 05/08/2025