ηλεκούσκος
(ουσ. αρσ.)
ηλεκούσ’κος
[ileˈkusko]
Φάρασ.
Από το επιθ. ηλιακός, όπου και τύπ. ηλεκός, και το παραγωγ. επίθμ. -ούτσικος.
Τόπος προσήλιος
Φάρασ.
:
Καθούσανdε σου Παπαθόδωρου το θύριν μπρο, σου Χούμπαση σον ηλεκούσκο
(Καθόντουσαν μπροστά στην πόρτα του Παπαθόδωρου, στην λιακάδα)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.