ηγούμενος
(ουσ. αρσ.)
ηγούμενος
[iˈɣumenos]
Γούρδ.
ηγούμενους
[iˈɣumenus]
Φάρασ.
'γούμενος
[ˈɣumenos]
Φάρασ.
Θηλ.
ηγουμέν’σσα
[iɣuˈmensa]
Φάρασ.
Μεταγν. ουσ. ἡγούμενος, το οπ. με ουσιαστικοπ. της μτχ. μεσοπαθ. παρακειμένου του αρχ. ρ. ἡγέομαι-οῦμαι. Ο θηλ. τύπ. από το μεσν. ἡγουμένισσα.
1. Ηγούμενος
ό.π.τ.
:
Μοναστηριού το ηγούμενος
(Ο ηγούμενος του μοναστηριού)
Γούρδ.
-Καράμπ.
'πόψα σο χωρίο μας ήρτεν ο 'γούμενος Παΐσιος
(Απόψε στο χωριό μας ήρθε ο ηγούμενος Παΐσιος)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
2. Ως θηλ., ηγουμένη
Φάρασ.