ημερεύω ( ρ.
)
'μερεύω
[meˈrevo]
Φάρασ.
'μερεύου
[meˈrevu]
Μισθ.
Αόρ.
ημέριψα
[iˈmeripsa]
Φάρασ.
...
ήμερος
(επίθ.)
ήμερο
[ˈimero]
Γούρδ.
Από το αρχ. επίθ. ἥμερος.
Ήμερος
Γούρδ.