ημέρα
(ουσ. θηλ.)
ημέρα
[iˈmera]
Αξ., Μαλακ., Ποτάμ., Σατ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ., Φκόσ.
γημέρα
[ʝiˈmera]
Καππ.
γ'μέρα
[ˈɣmera]
Αξ., Αραβαν., Σινασσ.
μέρα
[ˈmera]
Αξ., Αραβαν., Δίλ., κ.α., Μισθ., Σινασσ., Τροχ., Φλογ.
ήμαρα
[ˈimara]
Τσουχούρ.
Γεν.
'μεριώς
[meˈrʝos]
Αξ.
μέραγιου
[ˈmeraʝu]
Ουλαγ.
Πληθ.
ημέρι
[iˈmeri]
Τσουχούρ.
μέρι
[ˈmeri]
Αφσάρ.
μέρε
[ˈmere]
Γεν. Πληθ.
ημερ'νού
[imeˈrnu]
Αραβαν.
μερ'νού
[meˈrnu]
Ανακ., Μισθ., Τελμ., Φλογ.
νημερ'νού
[nimerˈnu]
Σατ., Φκόσ.
ημερ'νώ
[imerˈno]
Ποτάμ.
μερ'νώ
[meˈrno]
Τελμ., Φάρασ.
νημερ'νώ
[nimerˈno]
Φάρασ.
Αρχ. ουσ. ἡμέρα. Ο τύπ. μέρα ήδη μεσν. Ο τύπ. μεριώς από την μεσν. γεν. ἡμερός με επίδρ. επιρρ. όπως βραδιώς και νυχτιώς (πβ. τη φρ. μερνιώς-νυχτιώς στην Κρ.). Οι τύπ. γεν. πληθ. πιθ. σχετίζονται με το αρχ. επίθ. ἡμερινός = της ημέρας. O τύπ. ήμαρα πιθ. από το επίρρ. ανήμερα.
1. Το χρονικό διάστημα από την ανατολή μέχρι την δύση του ηλίου
ό.π.τ.
:
Βαχτι̂́ μπιρλιινdέ τον ένα νύχταγιου χιρσι̂́ζ γκι ένα μέραγιου χιρσίζ
(μιά φορά κι έναν καιρό ήταν ένας κλέφτης της ημέρας κι ένας κλέφτης της νύχτας)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Xεγού μέρα γιολ-λάτζεν ντα 'ς το γ̑βουνί 'ς τα ξ̑ύλα
(Θεού ημέρα (κάθε μέρα) τον έστελεν στο βουνό για ξύλα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
'μεριώς κειόσον
(Ήταν μέρα)
Αξ.
-Παυλίδ.
|| Φρ.
Νύχτα μέρα
(νύχτα μέρα˙ διαρκώς)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Φώτ’σε Χεός το μέρα
(φώτισε ο Θεός την ημέρα˙ ξημέρωσε)
-Φωστ.-Κεσ.
Ντέ ράντσ̑α μέρα
(δεν είδα (άσπρη) μέρα˙ δεν ήμουν ευτυχής)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Μέρα μισημέρ’
(μέρα μεσημέρι˙ κατά την διάρκεια της ημέρας που δεν έχει ακόμη σκοτεινιάσει)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Παροιμ.
Το καλό μέρα ας σαbαχτάν φαίνεται
(η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται˙ η θετική εξέλιξη υπόθεσης φαίνεται από την αρχή)
-Λουκ.Λουκ.
2. Μονάδα μέτρησης του χρόνου, διαρκείας 24 ωρών
ό.π.τ.
:
Δύο μέρι
(δύο μέρες)
Αφσάρ.
-Dawk.
Ντυό μερ'νού ψωμί
(Ψωμί δύο ημερών)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ο φέγγος γένgεν τρία μερ'νού
(Το φεγγάρι έγινε τριών ημερών)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Εννα̈́ μερ'νώ φαΐ
(Εννέα ημερών φαγητό)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Ετιά δύο τρία ημέρες ντέλεται σο παλάτι αποκάτω
(δύο τρεις ημέρες σουλατσάρει κάτω από το παλάτι)
Ποτάμ.
-Dawk.
Έπ’κνα ένα γάμος και σΰρ’σε σεράνdα μέρες
(έκαναν ένα γάμο και διάρκεσε σαράντα μέρες)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Λάμισκα τρία μέρις
(Όργωνα τρεις ημέρες)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ατός μο τ’ άβγο του κάτα ημέρα ‘ξειά στο γεφύρι σο ποτάμι
(αυτός με το άλογό του κάθε μέρα έπεφτε από το γεφύρι στο ποτάμι)
Φάρασ.
-Παπαδ.
'ς 'νένεξ' μεριώς
(στις μέρες της Άνοιξης)
Αξ.
-Παυλίδ.
|| Φρ.
Ένα μέρα
(μία μέρα˙ κάποτε)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Τ’ άλλο το μέρα
(την άλλη μέρα˙ την επόμενη ημέρα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Μέρα μι το μέρα
(μέρα με την μέρα˙ σταδιακά)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ήταν σακάρ ημέρα
(ήταν κακή ημέρα˙ ως απάντηση σε κάποιον που πάθαινε κακό στην δουλειά του)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
Βγκοημένα ημέρες
(ευλογημένες ημέρες˙ ευλογημένες ημέρες, οι μέρες του Δωδεκαήμερου κατά τις οποίες δεν οι γυναίκες δεν έκαναν οικιακές εργασίες)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
|| Παροιμ.
Όλον μέρα μπαϊράμ ντε ’ναι
(δεν είναι κάθε μέρα μπαϊράμι˙ δεν είναι πάντοτε ευνοϊκές ή ευχάριστες οι περιστάσεις)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ό,τσ̑ι φερίσ̑κει ένα γ'μέρα ντεν ντο φερίσ̑κει ένα χρόνος
(ό,τι φέρνει μιά μέρα δεν το φέρνει ένας χρόνος˙ για αναπάντεχη κακοτυχία)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
3. Προκαθορισμένη ημερομηνία για να γίνει κάτι
Αραβαν.
:
Όρ’σαν το μέρα το να μποίκουν το γάμος
(όρισαν την ημέρα όπου θα κάνουν το γάμο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Τσ̑ίπ τα νερά ατσ̑είνο το ημέρα 'ενόσανdε αεσμοί
(Όλα τα νερά εκείνη την ημέρα γίνονταν αγιασμοί)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
4. Ειδικότ. μετά από το κύριο όνομα της ημέρας της εβδομάδας
Μισθ.
:
Να έρτουμ’ Ντευτέρα μέρα να σι πάρουμ’
(θα έρθουμε την Δευτέρα να σε πάρουμε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
5. Η γιορτή ενός αγίου ή ενός μεγάλου θρησκευτικού γενονότος
Αραβαν., Μισθ., Τσουχούρ.
:
Άι-Βασιλειού μέρα
(Πρωτοχρονιά)
Μισθ.
-Μακρ.
Προφήτ’ Ηλίας η μέρα
(Η μέρα/ γιορτή του προφήτη Ηλία)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Γεννήχα Σταυρού μέρα
(γεννήθηκα την ημέρα του Σταυρού)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Τα Φώτα την ήμαρα είχαμι ατα̈́ σο χωρίου μας
(Την ημέρα των Φώτων είχαμε αυτό (το έθιμο) στο χωριό μας)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.Μ.