ήλωμα
(ουσ. ουδ.)
ήωμα
[ioma]
Φάρασ., Φκόσ.
Μεσν. ουσ. ἥλωμα = καρφί (Lampe).
Μεγάλο καρφί
Φάρασ.
:
Καρφώνω το ήωμα
(Καρφώνω το μεγάλο καρφί)
Φάρασ.
-Ανδρ.