ήσυχος
(επίθ.)
ήσυχο
[ˈisixo]
Γούρδ., Μισθ., Φάρασ.
ήσ̑υχο
[ˈiʃixo]
Ανακ.
Αρχ. επίθ. ἥσυχος.
1. Για έμψυχο, ήσυχος
ό.π.τ.
:
Ήσυχο κ’λάτσ’
(ήσυχο παιδί)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Για άψυχο, που έχει ηρεμία
:
Ήσυχο χωριό
(χωριό με ησυχία)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.