ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ήσυχος (επίθ.) ήσυχο [ˈisixo] Γούρδ., Μισθ., Φάρασ. ήσ̑υχο [ˈiʃixo] Ανακ. Αρχ. επίθ. ἥσυχος.
1. Για έμψυχο, ήσυχος ό.π.τ. : Ήσυχο κ’λάτσ’ (ήσυχο παιδί) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Για άψυχο, που έχει ηρεμία : Ήσυχο χωριό (χωριό με ησυχία) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.