ήψημα
(ουσ. ουδ.)
ήψημα
[ˈipsima]
Φάρασ.
ήψωμα
[ˈipsoma]
Φάρασ.
Από το αρχ. ουσ. ἔψημα = α) βρασμένο φαγητό β) βρασμένος μούστος, με επέκτ. της αύξησης από τον αόρ. Πβ. Διοσκ. Ὕλ. ἰατρ. 5.6.4.4 «καθεψομένου τοῦ γλεύκους σίραιος ἢ ἕψημα καλούμενος».
Πετιμέζι
:
Μο το ζωμί φτένκανι ήψημα, γαπαχλούς, ουζουμλούς, ιντσιρλούς κρεσί
(Με τον χυμό (των σταφυλιών) φτιάχνανε πετιμέζι, και κρασί από κολοκύθια, σταφύλια και σύκα)
Φάρασ.
-Παπαδ.