ημερώνω
(ρ.)
ημερώνου
[imeˈronu]
Μισθ.
'μερώνω
[meˈrono]
Αξ., Αραβαν., Ποτάμ.
'μερώνου
[meˈronu]
Μισθ.
Παθ.
'μερώνουμι
[meˈronumi]
Σίλατ.
Μεσν. ρ. ἡμερώνω το οπ. από το αρχ. ρ. ήμερόω-ῶ. Ο τύπ. 'μερώνω ήδη μεσν.
1. Μτβ. καθησυχάζω κάποιον, ηρεμώ
ό.π.τ.
:
'μερώνω το φσ̑άχ
(Ησυχάζω το παιδί)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
2. Δαμάζω
Μισθ.
3. Αμτβ., παύω να είμαι θυμωμένος, ηρεμώ
Αξ.
:
|| Ασμ.
Παιδιά 'νdαι και μερώνουνdαι, θυριά 'νdαι και φσαλούνdαι
(Παιδιά είναι και ηρεμούν, πόρτες είναι και κλειδώνονται)
-ΚΜΣ-ΚΠ327