ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ηλιάκι (ουσ. ουδ.) ηλιάκι [iˈʎaci] Τελμ. Πιθ. από παραφθορά του επιθ. ηλιακός, όπου και τύπ. ουδ. ηλεκό = λιακάδα.
Λιακάδα : || Ασμ. Λουτρούσκουσε, ξέβη και σο ηλιάκι ηλιακίσκην ((Πλύθηκε, βγήκε και στον ήλιο λιάστηκε)) Τελμ. -Lag.