ηλιάκι
(ουσ. ουδ.)
ηλιάκι
[iˈʎaci]
Τελμ.
Πιθ. από παραφθορά του επιθ. ηλιακός, όπου και τύπ. ουδ. ηλεκό = λιακάδα.
Λιακάδα
:
|| Ασμ.
Λουτρούσκουσε, ξέβη και σο ηλιάκι ηλιακίσκην
((Πλύθηκε, βγήκε και στον ήλιο λιάστηκε))
Τελμ.
-Lag.