ήμερα
(επίρρ.)
ήμερα
[ˈimera]
Ανακ.
Μεσν. επίρρ. ἥμερα.
Ήσυχα, σιγά
Ανακ.
:
Πέφτισ̑κεν σ̑ον’ ήμερα ήμερα
(Έπεφτε χιόνι ήρεμα ήρεμα)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
ραχάτια