ηλίντα
(επίθ.)
ηλίdα
[iˈlida]
Φερτάκ.
Από το αρχ. επίθ. ἠλίθιος = ανόητος με τροπή [θ] > [t] > [d].
Υβριστικός χαρακτηρισμός για ανόητη γυναίκα, ηλίθια
Φερτάκ.