ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ηλιακός (επίθ.) ηλιακό [iʎaˈko] Μαλακ. ηλεκός [ileˈkos] Σατ., Φάρασ. ηλεκό [ileˈko] Φάρασ. Από το αρχ. επίθ. ἡλιακὸς. Ο τύπ. ηλεκός με συνίζηση [ia] > [e], βλ. Ανδριώτης (1948: 17).
1. Αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ήλιο ή που δημιουργείται από αυτόν Φάρασ.
2. Προσήλιος Μαλακ., Σατ., Φάρασ. : Σο ηλεκόν ντη μερα̈́ (Στο προσήλιο μέρος) Φάρασ. -Ανδρ.
3. Ως ουσ., η λιακάδα Φάρασ. : Την ευίτσα ο τσοπάνος παγάσκεν τα τα ’ίδε σο ηλεκό (Το πρωί ο τσοπάνος τα πήγαινε τα γίδια στην λιακάδα) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ.