ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ησυχάζω (ρ.) ησυχάζου [isiˈxazu] Μισθ., Φάρασ. Αρχ. ρ. ἡσυχάζω. Η λ. από την λόγ. παράδ.
Ησυχάζω, ηρεμώ ό.π.τ. : Μπογούλντα να ησυχάσ' απ' ίσένα (Πνίξου, να ησυχάσω από σένα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.