ησυχάζω
(ρ.)
ησυχάζου
[isiˈxazu]
Μισθ., Φάρασ.
Αρχ. ρ. ἡσυχάζω. Η λ. από την λόγ. παράδ.
Ησυχάζω, ηρεμώ
ό.π.τ.
:
Μπογούλντα να ησυχάσ' απ' ίσένα
(Πνίξου, να ησυχάσω από σένα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.