στρώνω
(ρ.)
στρώνω
[ˈstrono]
Αξ., Ποτάμ., Φάρασ., Φκόσ., Φλογ.
στρώνου
[ˈstronu]
Μισθ.
Αόρ.
έστρωσα
[ˈestrosa]
Ανακ., Μαλακ., Σίλατ., Φάρασ.
Παθ. Μτχ.
στρωμένο
[stroˈmeno]
Αραβαν., Γούρδ.
Μεσν. ρ. στρώνω < αρχ. ρ. στρώννυμι.
1. Στρώνω, απλώνω ύφασμα σε οριζόντια επιφάνεια, π.χ. στρωσίδι σε κρεβάτι, τραπεζομάντηλο σε τραπέζι, χαλί σε πάτωμα
ό.π.τ.
:
Στρών' τα στρώσ̑ες τνε κι ύστερα κρυβίζεται
(Στρώνει τα κρεβάτια τους και ύστερα κρύβεται)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Στρώνιξαμ' του χοντσ̑ά να φάμ'
(Στρώναμε το τραπέζι να φάμε)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Έστρωσεν το στράτα με χαλιά για να περάσ̑' το παιδί
(Έστρωσε τον δρόμο με χαλιά για να περάσει το παιδί)
Σίλατ.
-Dawk.
|| Φρ.
Ήρτεν τζ̑ό 'ρτεν, είπεν ντι κι «Στρώσ' τη στρώση να 'πνώσω»
(Ακόμα δεν ήρθε, και είπε, στρώσε τα στρωσίδια να κοιμηθώ˙ Για τους εγωιστές που κοιτάζουν μόνο τον εαυτό τους, ή για τους τεμπέληδες)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
2. Αμτβ., ηρεμώ, τιθασεύομαι
Μισθ.
:
Έστρωσιν καιρός
(Βελτιώθηκε ο καιρός)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
3. Μεσοπαθ., κάθομαι αναπαυτικά, στρώνομαι
Φάρασ.
:
Στρώθ' ο κόσμος 'σου να κώσει τζ̑αι τρώ’
(Ο κόσμος στρώθηκε γύρω γύρω και τρώει)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Συνών.
γερλεστίζω :1, κουρουλντίζω