ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

στρώνω (ρ.) στρώνω [ˈstrono] Αξ., Ποτάμ., Φάρασ., Φκόσ., Φλογ. στρώνου [ˈstronu] Μισθ. Αόρ. έστρωσα [ˈestrosa] Ανακ., Μαλακ., Σίλατ., Φάρασ. Παθ. Μτχ. στρωμένο [stroˈmeno] Αραβαν., Γούρδ. Μεσν. ρ. στρώνω < αρχ. ρ. στρώννυμι.
1. Στρώνω, απλώνω ύφασμα σε οριζόντια επιφάνεια, π.χ. στρωσίδι σε κρεβάτι, τραπεζομάντηλο σε τραπέζι, χαλί σε πάτωμα ό.π.τ. : Στρών' τα στρώσ̑ες τνε κι ύστερα κρυβίζεται (Στρώνει τα κρεβάτια τους και ύστερα κρύβεται) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Στρώνιξαμ' του χοντσ̑ά να φάμ' (Στρώναμε το τραπέζι να φάμε) Μισθ. -Κοτσαν. Έστρωσεν το στράτα με χαλιά για να περάσ̑' το παιδί (Έστρωσε τον δρόμο με χαλιά για να περάσει το παιδί) Σίλατ. -Dawk. || Φρ. Ήρτεν τζ̑ό 'ρτεν, είπεν ντι κι «Στρώσ' τη στρώση να 'πνώσω» (Ακόμα δεν ήρθε, και είπε, στρώσε τα στρωσίδια να κοιμηθώ˙ Για τους εγωιστές που κοιτάζουν μόνο τον εαυτό τους, ή για τους τεμπέληδες) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Αμτβ., ηρεμώ, τιθασεύομαι Μισθ. : Έστρωσιν καιρός (Βελτιώθηκε ο καιρός) Μισθ. -Κωστ.Μ.
3. Μεσοπαθ., κάθομαι αναπαυτικά, στρώνομαι Φάρασ. : Στρώθ' ο κόσμος 'σου να κώσει τζ̑αι τρώ’ (Ο κόσμος στρώθηκε γύρω γύρω και τρώει) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Συνών. γερλεστίζω :1, κουρουλντίζω