ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σύβραση (ουσ. θηλ.) σύβραση ['sivrasi] Μαλακ. σύβρα ['sivra] Αραβαν., Γούρδ. Από το μεταγν. ρ. συμβράζω και το παραγωγ. επίθμ. -σις. Πβ. το επίσης μεταγν. συμβρασμός.
Είδος φαγητού, συνήθως με ψιλοκομμένα κρεμμύδια ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 15/09/2025