ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σύβραση (ουσ.) σύβραση ['sivrasi] Μαλακ. σύβρα ['sivra] Αραβαν., Γούρδ. Από το μεταγν. ρ. συμβράζω και το παραγωγ. επίθμ. -σις. Πβ. το επίσης μεταγν. συμβρασμός.
Είδος φαγητού. Συνήθως σύβραση ψιλοκομμένων κρεμμυδιών με άλλα τρόφιμα. ό.π.τ.