σύβραση
(ουσ.)
σύβραση
['sivrasi]
Μαλακ.
σύβρα
['sivra]
Αραβαν., Γούρδ.
Από το μεταγν. ρ. συμβράζω και το παραγωγ. επίθμ. -σις. Πβ. το επίσης μεταγν. συμβρασμός.
Είδος φαγητού. Συνήθως σύβραση ψιλοκομμένων κρεμμυδιών με άλλα τρόφιμα.
ό.π.τ.