ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

στύλος (ουσ. αρσ.) σ̑τύλος [ˈʃtilos] Αξ. σ̑τύλους [ˈʃtilus] Μισθ. στύος [ˈstios] Αφσάρ., Φάρασ. στούλος [ˈstulos] Ποτάμ. σ̑ούλους [ˈʃulus] Σίλ. Aπό το αρχ. ουσ. στύλος.
1. Στύλος Ποτάμ., Φάρασ. : Χάρακ' το στύο! (Χάραξε το στύλο!· έθιμο των καλάντων) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. Ήταν με τρία στούλους (Ήταν με τρεις κολώνες, ενν. η εκκλησία) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Θεοδ.
2. Στοίβα από πανέρια γεμάτα υλικό προς συμπίεση στο μαγγανοπήγαδο Αξ., Μισθ. : Να ντώκουμ' το σ̑τύλος (Θα στοιβάξουμε τα πανέρια σε στύλο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.