στύλος
(ουσ. αρσ.)
σ̑τύλος
[ˈʃtilos]
Αξ.
σ̑τύλους
[ˈʃtilus]
Μισθ.
στύος
[ˈstios]
Αφσάρ., Φάρασ.
στούλος
[ˈstulos]
Ποτάμ.
σ̑ούλους
[ˈʃulus]
Σίλ.
Aπό το αρχ. ουσ. στύλος.
1. Στύλος
Ποτάμ., Φάρασ.
:
Χάρακ' το στύο!
(Χάραξε το στύλο!· έθιμο των καλάντων)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
Ήταν με τρία στούλους
(Ήταν με τρεις κολώνες, ενν. η εκκλησία)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
2. Στοίβα από πανέρια γεμάτα υλικό προς συμπίεση στο μαγγανοπήγαδο
Αξ., Μισθ.
:
Να ντώκουμ' το σ̑τύλος
(Θα στοιβάξουμε τα πανέρια σε στύλο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.