συλέβι
(ουσ. ουδ.)
σ̑υλέβι
[ʃi'levi]
Αξ.
Aπό το μεσν. ουσ. σουραύλι (Λεξ. Κριαρ., λ. σουραύλι). Πβ. και τουρκ. διαλεκτ. oυσ. şılavlı, δάν. από την ελλ. (Tzitzilis 1987a: 121), και ποντ. σ̑υλα̈ύριν, όπου και τύπ. σ̑υλεύρ’.
Σουραύλι
Τροποποιήθηκε: 07/09/2025