συννεφιάζω
(ρ.)
συννεφι-έζ'
[sinefiˈez]
Φάρασ.
συννεφιασμένο
[sinefçaˈzmeno]
Γούρδ.
Από το μεσν. ρ. συννεφιάζω.
Συννεφιάζει
ό.π.τ.
:
|| Παροιμ.
Ο λύκος σάμου συννεφι-έ’ ο χαβάς, ’υρεύει τα
(Ο λύκος, όταν ο καιρός συννεφιάζει, του αρέσει˙ Για όσους προσπαθούν να επωφεληθούν όταν υπάρχει αναταραχή)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.