ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

συννεφιάζω (ρ.) συννεφι-έζ' [sinefiˈez] Φάρασ. συννεφιασμένο [sinefçaˈzmeno] Γούρδ. Από το μεσν. ρ. συννεφιάζω.
Συννεφιάζει ό.π.τ. : || Παροιμ. Ο λύκος σάμου συννεφι-έ’ ο χαβάς, ’υρεύει τα (Ο λύκος, όταν ο καιρός συννεφιάζει, του αρέσει˙ Για όσους προσπαθούν να επωφεληθούν όταν υπάρχει αναταραχή) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.