σύννεφο
(ουσ. ουδ.)
σύννεφο
['sinefo]
Ανακ., Γούρδ., Κίσκ., Μισθ.
σύννιφου
['sinifu]
Φάρασ.
συννίφι
[siˈnifi]
Τσουχούρ.
Πληθ.
σύννεφα
['sinefa]
Φάρασ.
σ̑ύννεφα
['ʃinefa]
Ποτάμ.
σ̑ύννιφα
[ˈʃinifa]
Φλογ.
συννίφαdα
[siˈnifada]
Μισθ., Τροχ.
συννίφαδα
[siˈnifaða]
Μισθ.
Mεσν. ουσ. σύννεφο. O τύπ. συννίφι αναλογ. από τον πληθ. συννίφατα.
Σύννεφο
ό.π.τ.
:
Ήρτιν ένα μαύρου σύννεφο
(Ήρθε ένα μαύρο σύννεφο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ηύρε τομ bροφήτη Ηλία σα σύννεφα 'πέσου
(Βρήκε τον προφήτη Ηλία πάνω στα σύννεφα)
Φάρασ.
-Dawk.
Γιομώχην ντ'ορταλούχ συννίφαδα
(Γέμισε ο ουρανός σύννεφα )
Μισθ.
-Κοτσαν.
Κατεβαίνισ̑καν ασ’ το Χασάν Νταγ τα σύννεφα και παίρισ̑καν νερό ασ’ σα γκόλια
(Τα σύννεφα κατέβαιναν από το Χασάν Νταγ και έπαιρναν νερό από τις λίμνες)
Ανακ.
-Κωστ.Α.