ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σύννεφο (ουσ. ουδ.) σύννεφο ['sinefo] Ανακ., Γούρδ., Κίσκ., Μισθ. σύννιφου ['sinifu] Φάρασ. συννίφι [siˈnifi] Τσουχούρ. Πληθ. σύννεφα ['sinefa] Φάρασ. σ̑ύννεφα ['ʃinefa] Ποτάμ. σ̑ύννιφα [ˈʃinifa] Φλογ. συννίφαdα [siˈnifada] Μισθ., Τροχ. συννίφαδα [siˈnifaða] Μισθ. Mεσν. ουσ. σύννεφο. O τύπ. συννίφι αναλογ. από τον πληθ. συννίφατα.
Σύννεφο ό.π.τ. : Ήρτιν ένα μαύρου σύννεφο (Ήρθε ένα μαύρο σύννεφο) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ηύρε τομ bροφήτη Ηλία σα σύννεφα 'πέσου (Βρήκε τον προφήτη Ηλία πάνω στα σύννεφα) Φάρασ. -Dawk. Γιομώχην ντ'ορταλούχ συννίφαδα (Γέμισε ο ουρανός σύννεφα ) Μισθ. -Κοτσαν. Κατεβαίνισ̑καν ασ’ το Χασάν Νταγ τα σύννεφα και παίρισ̑καν νερό ασ’ σα γκόλια (Τα σύννεφα κατέβαιναν από το Χασάν Νταγ και έπαιρναν νερό από τις λίμνες) Ανακ. -Κωστ.Α.