-σύνη
(επίθμ.)
-σύνη
[-ˈsini]
Τσουχούρ., Φάρασ.
-σ̑ύνη
[-ˈʃini]
Ανακ., Σεμέντρ.
-σύνα
[-ˈsina]
Αφσάρ., Φάρασ.
-σ̑ύν'
[-ˈʃin]
Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Τσαρικ.
-σύν'
[-ˈsin]
Μισθ.
-ψ̑ύμ'
[-ˈpʃim]
Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Φλογ.
-ψύμ'
[-ˈpsim]
Μισθ., Τσαρικ.
Αρχ. επίθμ. -σύνη. O τύπ. -σύνα και Πόντ.
1. Μετουσ. επίθμ. για τον σχηματ. ουσ. τα οποία δηλώνουν αξίωμα ή επάγγελμα
Αξ., Μαλακ.
:
βασιλοσύνη
(το αξίωμα του βασιλιά)
Αξ.
δασκαλοσύνη
(το επάγγελμα του δασκάλου)
Μαλακ.
Συνών.
-λίκι
2. Μετονομ. επίθμ. για τον σχηματ. ουσ. τα οποία δηλώνουν δραστηριότητα ή συμπεριφορά
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Αφσάρ., Μαλακ., Μισθ., Φάρασ.
:
αθρωποσύνη
(η ανθρώπινη συμπεριφορά)
Μισθ.
δεβοσύνη
(διαβολιά)
Φάρασ., Αφσάρ.
καλοσύνη
(καλοσύνη, καλή πράξη, ευεργεσία)
Μισθ., Φάρασ., Μαλακ., Σίλ., Αξ., Αραβαν.
Συνών.
-λίκι
3. Μετονομ. επίθμ. για τον σχηματ. ουσ. τα οποία δηλώνουν ιδιότητα ή κατάσταση
Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Τσαρικ., Τσουχούρ., Φάρασ.
:
λιαροσύνη
(υγεία)
Φάρασ., Μαλακ., Τσουχούρ., Αραβαν., Σεμέντρ., Τσαρικ.
ινσανοσύνη
(ανθρωπιά)
Μισθ.
τσανοσύνη
(τρέλα, παράνοια)
Μισθ., Μαλακ., Φλογ.
Συνών.
-άδα, -λίκι, -ότη