ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

-σύνη (επίθμ.) -σύνη [-ˈsini] Τσουχούρ., Φάρασ. -σ̑ύνη [-ˈʃini] Ανακ., Σεμέντρ. -σύνα [-ˈsina] Αφσάρ., Φάρασ. -σ̑ύν' [-ˈʃin] Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Τσαρικ. -σύν' [-ˈsin] Μισθ. -ψ̑ύμ' [-ˈpʃim] Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Φλογ. -ψύμ' [-ˈpsim] Μισθ., Τσαρικ. Αρχ. επίθμ. -σύνη. O τύπ. -σύνα και Πόντ.
1. Μετουσ. επίθμ. για τον σχηματ. ουσ. τα οποία δηλώνουν αξίωμα ή επάγγελμα Αξ., Μαλακ. : βασιλοσύνη (το αξίωμα του βασιλιά) Αξ. δασκαλοσύνη (το επάγγελμα του δασκάλου) Μαλακ. Συνών. -λίκι
2. Μετονομ. επίθμ. για τον σχηματ. ουσ. τα οποία δηλώνουν δραστηριότητα ή συμπεριφορά Ανακ., Αξ., Αραβαν., Αφσάρ., Μαλακ., Μισθ., Φάρασ. : αθρωποσύνη (η ανθρώπινη συμπεριφορά) Μισθ. δεβοσύνη (διαβολιά) Φάρασ., Αφσάρ. καλοσύνη (καλοσύνη, καλή πράξη, ευεργεσία) Μισθ., Φάρασ., Μαλακ., Σίλ., Αξ., Αραβαν. Συνών. -λίκι
3. Μετονομ. επίθμ. για τον σχηματ. ουσ. τα οποία δηλώνουν ιδιότητα ή κατάσταση Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Τσαρικ., Τσουχούρ., Φάρασ. : λιαροσύνη (υγεία) Φάρασ., Μαλακ., Τσουχούρ., Αραβαν., Σεμέντρ., Τσαρικ. ινσανοσύνη (ανθρωπιά) Μισθ. τσανοσύνη (τρέλα, παράνοια) Μισθ., Μαλακ., Φλογ. Συνών. -άδα, -λίκι, -ότη