ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

συνόρι (ουσ. ουδ.) συνόρι [siˈnori] Αφσάρ., Κίσκ., Τσουχούρ., Φάρασ. σ̑υνόρ' [ʃiˈnor] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Φλογ. συνόρ' [siˈnor] Μαλακ., Ουλαγ. σουνούρ' [suˈnur] Μισθ. Από το μεταγν. ουσ. συνόριον, υποκορ. του ουσ. σύνορον. Για τους τύπ. συνόρ’ και σουνούρ’ πβ. τουρκ. ουσ. sınır = σύνορο, όπου και παλ. τύπ. sinor (βλ. Tietze 2019: λ. sınır/sinor/sınur/sıŋur). Η λ. Καλαβρ. και Πόντ. Η λ. και Θράκ. Πόντ. Καλαβρ. (Κahane & Kahane 1967: 422).
Σύνορο, όριο ό.π.τ. : Χωραφιού ντου σουνούρ' (του χωραφιού το σύνορο) Μισθ. -Κοτσαν. Χέκου σουνούρια (βάζω όρια) Μισθ. -Κοτσαν. Πάτ'σις ντου σουνούρ' (καταπάτησες το σύνορο) Μισθ. -Κοτσαν. Κούνσαν το ασ' σο σ̑υνόρ' όξω (Τον πέταξαν έξω από τα σύνορα) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Να κώσεις στα τέσσερα κάχε τα συνόρε, θέλ'κες τριάνdα σαχά (Να γυρίσεις τις 4 πλευρές των συνόρων, ήθελες 30 ώρες) Φάρασ. -ΚΜΣ-ΚΠ345Β Ατσ̑εί σου χωραφού το συνόρι ήσανdι λιά τσαλούδα (Εκεί στο σύνορο του χωραφιού ήτανε λίγα κλαδιά πεταμένα) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. || Φρ. 'γώ τζ̑ο γαρισ̑τούρτσα τα τα συνόρε (Εγώ δεν τα μπέρδεψα τα σύνορα˙ λεγόταν για ετοιμοθάνατο που αργούσε να ξεψυχήσει) -ΚΜΣ-Θεοδ.