ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

συννεφιέρης (επίθ.) συννεφιέρη [sineˈfçeri] Φάρασ., Φκόσ. Aπό το ουσ. σύννεφο και το παραγωγ. επίθμ. -ιέρης < -ιάρης.
1. Συννεφιασμένος, νεφελώδης ό.π.τ. : Ο χαβάς έν’ συννεφιέρη (Ο καιρός είναι συννεφιασμένος) Φκόσ. -ΚΜΣ-ΚΠ373
2. Ο μήνας Μάρτιος Φάρασ. Συνών. Μάρτης
Τροποποιήθηκε: 23/03/2024