συννεφιέρης
(επίθ.)
συννεφιέρη
[sineˈfçeri]
Φάρασ., Φκόσ.
Aπό το ουσ. σύννεφο και το παραγωγ. επίθμ. -ιέρης < -ιάρης.
1. Συννεφιασμένος, νεφελώδης
ό.π.τ.
:
Ο χαβάς έν’ συννεφιέρη
(Ο καιρός είναι συννεφιασμένος)
Φκόσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ373