συνταγή
(ουσ. θηλ.)
συνταγή
[sindaˈʝi]
Φάρασ.
συνdαή
[sinda'i]
Φάρασ.
Από το μεταγν. ουσ. συνταγή.
Τάμα, τάξιμο
:
Tη συνταγή του τζ̑ο ποίτζεν τα, ζελμόν'σεν τα
(Το τάμα του δεν το πραγματοποίησε, το ξέχασε)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Συνών.
ατάκι, πίταγμα :1