συντρομάζω
(ρ.)
σ̑υνdρομάζω
[ʃindroˈmazo]
Αξ.
Από το μεσν. ρ. συντρομάσσω = συνταράσσομαι, το οπ. από το πρόθμ. συν- και το ρ. τρομάζω.
Ανατριχιάζω
Συνών.
ουπερτίζω