ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σερματίζω (ρ.) σερματίζω [sermaˈtizo] Μαλακ., Φάρασ. σερματίζου [sermaˈtizu] Αφσάρ., Φάρασ. σερματώ [sermaˈto] Αξ., Μαλακ., Σινασσ., Φάρασ. σερματώου [sermaˈtou] Φάρασ. Εν. γ' σερματά [sermaˈta] Αξ. Αόρ. σερμάτ’σα [serˈmatsa] Φάρασ. Παθ. σερματιέμαι [sermaˈtçeme] Ανακ., Ποτάμ. σερματιέμι [sermaˈtçemi] Μαλακ. σερματίομαι [sermaˈtieme] Φάρασ. Παθ. Αόρ. σερματήθα [sermaˈtiθa] Μαλακ. σερματίστα [sermaˈtista] Φάρασ. Από το θ. σύρματ- του αρχ. ουσ. σύρμα = ό,τι σέρνεται, όπου και τύπ. σέρμα. με παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Οι τύπ. με μεταπλασμ. κατά τα ρ. σε -άω/-ώ.
1. Μτβ., σέρνω κάτι κατά γης Αξ., Αφσάρ., Μαλακ., Σινασσ., Φάρασ. : Ντένουν ντα πάν ντό ’να απ’ ένα γατιριού τουράγια, σερματούν ντα (τις δένουν την καθεμιά σε μιά ουρά γαϊδουριού, τις σέρνουν καταγής) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Παροιμ. Ο πονdικός σο τυρπί του τζ̑ο χωρεί, 'πο πίσου του σερματίζει τσ̑αι αν κοτσ̑ύθι (O ποντικός δεν χωράει στην τρύπα του, από πίσω του σέρνει και ένα κολοκύθι˙ Για όσους επιχειρούν κάτι πάνω από τις δυνάμεις τους) Αφσάρ. -Αναστασ.Ιδ. Α στσ̑υλί το δέρμαν ντου σερματίζει τα (ένα σκυλί το δέρμα του σέρνει˙ ο κάθε άνθρωπος βρίσκει τρόπους να τα βολεύει) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Αρπάζω κάτι Φάρασ. Συνών. βουτώ :2, γαβραντώ, γοπαρντίζω, καπουστίζω, καπτώ
3. Αμτβ., έρπω, σέρνομαι Ανακ., Ποτάμ., Φάρασ. : Σερματίστην, πήε σο τρυπί του ν' αρωθεί (Σούρθηκε, πήγε στη φωλιά του να αναρρώσει) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. || Φρ. Το φσ̑αχ’ σερματιέται (το παιδί σέρνεται˙ περπατά με τα τέσσερα)) Ανακ. -Κωστ.Α. Να σϋρϋντάς και να σερματιέσαι σο πρόσωπό σ’ επάνω (Να σέρνεσαι και να τραβιέσαι καταγής πάνω στο πρόσωπό σου˙ αρά) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327 || Παροιμ. Μονάδιφκο τζό ’φτασε, διπκό σερματί-εται (μονό δεν έφτασε, διπλό σέρνεται˙ για όποιον παθαίνει πολύ περισσότερη ζημιά απ’ ό,τι αν πρόσεχε) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.