ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

συρώ (ρ.) συρώ [siˈro] Φάρασ. σ̑υρώ [ʃiˈro] Φάρασ. Από το αρχ. ρ. συρίζω με μεταπλ. σε με βάση το θ. του αορ.
1. Σφυρίζω
2. Φωνάζω απειλητικά ή προειδοποιητικά : Ο μπεκτσ̑ής σ̑υρά (O αγροφύλακας φωνάζει) Φάρασ. -ΚΜΣ-ΚΠ344Β Συρά ασγούνι (Φωνάζει δυνατά) Φάρασ. -ΚΜΣ-ΚΠ344Β