συρώ
(ρ.)
συρώ
[siˈro]
Φάρασ.
σ̑υρώ
[ʃiˈro]
Φάρασ.
Από το αρχ. ρ. συρίζω με μεταπλ. σε -ώ με βάση το θ. του αορ.
1. Σφυρίζω
2. Φωνάζω απειλητικά ή προειδοποιητικά
:
Ο μπεκτσ̑ής σ̑υρά
(O αγροφύλακας φωνάζει)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-ΚΠ344Β
Συρά ασγούνι
(Φωνάζει δυνατά)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-ΚΠ344Β