ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

συρτάρι (ουσ. ουδ.) συρτάρι [sirˈtari] Σίλ., Σινασσ. συρτάρ’ [sirˈtar] Μισθ. Μεσν. ουσ. συρτάριον, το οπ. από το επίθ. συρτός με παραγωγ. επίθμ. -άρι. Ο τύπ. συρτάρι νεότ.
Το συρτάρι ό.π.τ. : Ατό ντ’αραΐζεις τσείδι σου συρτάρ’ (αυτό που ψάχνεις είναι στο συρτάρι) Μισθ. -Κοτσαν.