συρτάρι
(ουσ. ουδ.)
συρτάρι
[sirˈtari]
Σίλ., Σινασσ.
συρτάρ’
[sirˈtar]
Μισθ.
Μεσν. ουσ. συρτάριον, το οπ. από το επίθ. συρτός με παραγωγ. επίθμ. -άρι. Ο τύπ. συρτάρι νεότ.
Το συρτάρι
ό.π.τ.
:
Ατό ντ’αραΐζεις τσείδι σου συρτάρ’
(αυτό που ψάχνεις είναι στο συρτάρι)
Μισθ.
-Κοτσαν.