συρτάρι
(ουσ. ουδ.)
συρτάρι
[sirˈtari]
Σίλ., Σινασσ.
συρτάρ’
[sirˈtar]
Μισθ.
Μεσν. ουσ. συρτάριον, το οπ. από το επίθ. συρτός και το παραγωγ. επίθμ. -άρι. Η λ. από την Κοινή ν.ε.
Συρτάρι
ό.π.τ.
:
Ατό ντ’αραΐζεις τσείδι σου συρτάρ’
(Αυτό που ψάχνεις είναι στο συρτάρι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Τροποποιήθηκε: 07/09/2025