συχωριά
(ουσ. θηλ.)
συχωριά
[sixoˈrʝa]
Ουλαγ.
σ̑'χωριά
[ʃxoˈrʝa]
Αξ.
σ̑υχωριά
[ʃixoˈrʝa]
Ανακ.
Από το αρχ. ουσ. συγχωρία.
Συγχώρεση ή συγχωρετική ευχή
ό.π.τ.
:
Οζαμάν οκουτ-τούν ντο συχωριά κεαντι̂́
(Tότε διαβάζουν το συγχωροχάρτι)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Φρ.
Πεγάζομ’ σ̑υχωριάς φαγιά
(Πηγαίνουμε τα φαγητά του συγχώρεσης˙ Τα φαγητά που πήγαιναν οι στενοί συγγενείς στην οικογένεια του νεκρού μετά την ταφή)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
άφι :1, μακάρεμα