ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

συχωριά (ουσ. θηλ.) συχωριά [sixoˈrʝa] Ουλαγ. σ̑'χωριά [ʃxoˈrʝa] Αξ. σ̑υχωριά [ʃixoˈrʝa] Ανακ. Από το αρχ. ουσ. συγχωρία.
Συγχώρεση ή συγχωρετική ευχή ό.π.τ. : Οζαμάν οκουτ-τούν ντο συχωριά κεαντι̂́ (Tότε διαβάζουν το συγχωροχάρτι) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. Πεγάζομ’ σ̑υχωριάς φαγιά (Πηγαίνουμε τα φαγητά του συγχώρεσης˙ Τα φαγητά που πήγαιναν οι στενοί συγγενείς στην οικογένεια του νεκρού μετά την ταφή) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. άφι :1, μακάρεμα