σχινιάζει
(ρ.,ρ. απρόσ.)
σχινιάζει
[ˈsçiˈɲazi]
Σινασσ.
σιχινιάζει
[ˈsiçiˈɲazi]
Σινασσ.
σ̑ιγινιάζ̑’
[ˈʃiʝˈɲaʒ]
Φλογ.
σ̑ιχ̇ινιανίσ̑κ’
[ˈʃɯxɯɲaˈniʃk]
Αξ.
Πιθ. από το ρ. αἰσχριάζω (βλ. ΙΛΝΕ), πβ. ποντ. 'σουχρα̈́ζ’ = σουρουπώνει (< μεσν. σουχριάζει) αλλά πβ. και ποντ. σίχνα (< μεσν. σίγνα = σημάδι < λατιν. signum) = α) μαύρο στίγμα στο πρόσωπο β) ουλή γ) μώλωπας δ) ίχνος, πατημασιά ε) κηλίδα στ) βρομιά, που (με μετάθ. του [ç]) και σε συνδυασμό με το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω, θα μπορούσε να οδηγήσει στην εμφάνιση του σχινιάζει.
Σουρουπώνει, βραδιάζει
ό.π.τ.