σχυνιάζει
(ρ.)
σχυνιάζει
[ˈsçiˈɲazi]
Σινασσ.
συχινιάζει
[ˈsiçiˈɲazi]
Σινασσ.
σ̑υγινιάζ̑’
[ˈʃiʝˈɲaʒ]
Φλογ.
σ̑υχ̇ινιανίσ̑κ’
[ˈʃɯxɯɲaˈniʃk]
Αξ.
Αόρ.
σ̑υγινιάσεν
[ˈʃiʝˈɲasen]
Φλογ.
Πιθ. από αμάρτ. ρ. αἰσχυνιάζω, αντίστοιχο του μεσν. και διαλεκτ. ρ. αἰσχριάζω (βλ. ΙΛΝΕ), ποντ. 'σουχρα̈́ζ’ = σουρουπώνει (< μεσν. σουχριάζει, Λεξ. Κριαρ.).
Σουρουπώνει, βραδιάζει
ό.π.τ.
Συνών.
αργακιάνει, βραδιάζω :1, βραδύνει, Αντίθ
ασπρίζω, ξημερεύει, ξημερώνω :1
Τροποποιήθηκε: 19/06/2025