σώρα
(ουσ. θηλ.)
σώρα
[ˈsora]
Σινασσ.
Από το μεσν. ουσ. σέρα (< λατιν. sera) = εγκάρσια δοκός (LBG· πβ. Σοῦδ. Ε 2235 «ἐπιβλής· ὁ μοχλός, ἡ σαῖρα»).
1. Σύρτης, αμπάρα
Συνών.
ιρεζές, κιουσκιού :2, σουρκούτς
2. Μοχλός
Συνών.
κιουσκιού :1, μοχλίο