ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σωρομπολτζής (ουσ.) σωροbολτσ̑ής [sorobolˈtʃis] Μισθ. σωροbολτζής [sorobolˈdzis] Μισθ. Πιθ. από το ν.ε. διαλεκτ. ουσ. σωροβολιό = σωρός ή το ν.ε διαλεκτ. ρ. σωροβολιάζω = κάνω σωρούς και το παραγωγ. επίθμ. -τζής.
Ζητιάνος που μαζεύει ό,τι του δώσουν : Ήρτι σωροboλτζής να σωρέψ', έο! (`Ει, ήρθε ο μαζώχτρας να μαζέψει!) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887