σωρομπολτζής
(ουσ.)
σωροbολτσ̑ής
[sorobolˈtʃis]
Μισθ.
σωροbολτζής
[sorobolˈdzis]
Μισθ.
Πιθ. από το ν.ε. διαλεκτ. ουσ. σωροβολιό = σωρός ή το ν.ε διαλεκτ. ρ. σωροβολιάζω = κάνω σωρούς και το παραγωγ. επίθμ. -τζής.
Ζητιάνος που μαζεύει ό,τι του δώσουν
:
Ήρτι σωροboλτζής να σωρέψ', έο!
(`Ει, ήρθε ο μαζώχτρας να μαζέψει!)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887