ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σώρεμα (ουσ. ουδ.) σώρομα [ˈsoroma] Ανακ. σώρουμα [ˈsoruma] Μισθ. Από το αρχ. ουσ. σώρευμα = στοίβα.
1. Συγκέντρωση, μάζεμα ειδών ό.π.τ.
2. Συγκομιδή ό.π.τ. : Nτεματιού ντου σώρουμα ζόρ' ΄dουν (Το μάζεμα των δεματιών ήταν δύσκολη δουλειά) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. γέννημα, μαξούλι, μπερεκέτι
3. Φαγητό που μοιράζεται στους προσκυνητές από την συγκομιδή, στην γιορτή της Αγ. Μαρίνας Ανακ.