σώρεμα
(ουσ. ουδ.)
σώρομα
[ˈsoroma]
Ανακ.
σώρουμα
[ˈsoruma]
Μισθ.
Από το αρχ. ουσ. σώρευμα = στοίβα.
1. Συγκέντρωση, μάζεμα ειδών
ό.π.τ.
2. Συγκομιδή
ό.π.τ.
:
Nτεματιού ντου σώρουμα ζόρ' ΄dουν
(Το μάζεμα των δεματιών ήταν δύσκολη δουλειά)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
γέννημα, μαξούλι, μπερεκέτι
3. Φαγητό που μοιράζεται στους προσκυνητές από την συγκομιδή, στην γιορτή της Αγ. Μαρίνας
Ανακ.