ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σωρώνω (ρ.) σωρώνω [soˈrono] Σινασσ. Από το ουσ. σώρα και το παραγωγ. επίθμ. -ώνω.
Κλείνω την πόρτα με σύρτες : || Παροιμ. Μανdαλώνω και σωρώνω και κοιμούμ' αβράκωτη (Μανταλώνω και κλειδώνω και κοιμάμαι ξεβράκωτη˙ αν έχω λάβει τις δέουσες προφυλάξεις, μπορώ ξένοιαστα να κάνω ό,τι θέλω) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. αρμώνω, ζαντώνω, μανταλώνω