ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σώνω (ρ.) σώνω [ˈsono] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ. σώνου [ˈsonu] Μισθ., Σίλ. Αόρ. έσωσα [ˈesosa] Αραβαν., Σινασσ. έσουσα [ˈesusa] Μισθ. ήσωσα [ˈisosa] Αξ. Υποτ. σώσω [ˈsoso] Σινασσ., Φάρασ. σώσου [ˈsosu] Σίλ. Παθ. σώζομαι [ˈsozome] Φάρασ. σώνουμαι [ˈsonume] Γούρδ. Αόρ. σώθα [ˈsoθa] Ανακ., Ποτάμ., Σινασσ., Φάρασ. σώχα [ˈsoxa] Γούρδ. Από το αρχ. ρ. σῴζω. Ο τύπ. σώνω μεσν., αναλογ. προς άλλα ερρινόληκτα ρ. (πβ. χάνω-έχασα).
1. Σώζω Γούρδ., Σίλ. : Αυτό αν τα ρώνεις, σε σώσεις τσ̑ην ψ̑υσ̑ή σου (Αν το δώσεις αυτό, θα σώσεις την ψυχή σου) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. γλυτώνω
2. Επαρκώ Αξ., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Φλογ. : Σώνον άλλε ντα έπ'κες (Φτάνουν πια αυτά που έκανες) Ουλαγ. -Κεσ. Το ντώκεζ με το χαρτί ντεν ήσωσεν (Το χαρτί που μου έδωσες δεν έφτασε) -Μαυρ.-Κεσ. Δεν έσουσι ψωμί (Δεν έφτασε το ψωμί) Μισθ. -Κωστ.Μ. Σών'με - σών' το (Μου φτάνει - του φτάνει) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 || Ασμ. Σώνουν, κυρά μ’, οι προσευχές, σώνουν και οι μετάνοιες (Φτἀνουν κυρά μου οι προσευχές, φτάνουν και οι μετάνοιες) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327
β. Απρόσ., ως επιφών., φτάνει, αρκετά Καππ. : Σών' άλλο, κόψε το τ͑ακ-τ͑ουκ (Φτάνει πια, σταμάτα το τακ-τουκ ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
3. Ολοκληρώνω, τελειώνω κάτι Αραβαν., Σίλατ., Σινασσ., Τζαλ., Φάρασ. : Έσωσα τ' όργο μ' (Τέλειωσα την δουλειά μου) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Άμα σωνούτανε τα χρόνια τ', πεθάνισ̑κεν (Όταν τέλειωναν τα προκαθορισμένα από την μοίρα χρόνια του, πέθαινε) Σίλατ. -ΙΛΝΕ 812 || Φρ. Σώνω πουά χρόνες (Σώνω πολλά χρόνια˙ Ζω πολλά χρόνια) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Το φένgος σώθην (Το φεγγάρι ολοκληρώθηκε˙ Η σελήνη είναι στη χάση της) Ανακ. -Κωστ.Α. Σώθεν το φεγγάρι Τζαλ. -ΚΜΣ-ΚΠ342 Σώνω τα λόγια (Τελειώνω τα λόγια˙ Φλυαρώ) Σινασσ. -Ρίζ.Αγ. || Ασμ. Όσο να σώσ' το λόγο της, χούφτα χώμα γενότον (Μέχρι να τελειώσει τα λόγια της, ο (νεκρός) έγινε μιά χούφτα χώμα) Σινασσ. -Αρχέλ. Σώθαν τα σεραdάμερα και οι σεράνdα μέρες
Χάρος τον παραστάθηκε να πάρει την ψυχή του
(Πέρασε η προθεσμία των σαράντα ημερών και ωρών
O Χάρος ήρθε κοντά του να του πάρει την ψυχή (του ακρίτα))
Σινασσ. -Αρχέλ.
Συνών. μπιτιρντίζω, πληρώνω, φυτρώνω, γλυτώνω
β. Πεθαίνω (μόνο για κληρικούς στην παθ. φωνή) Φάρασ.
4. Αναπληρώνω Γούρδ.
5. Αντέχω, βαστώ Φάρασ. : Σώνω σην bείνα (Αντέχω στην πείνα) Φάρασ. -Ανδρ. Έσωσες έσωσες, σώσε τζ΄ ώστου νάρτει ο άντρας σου (Άντεξες, άντεξες, άντεξε και μέχρι να έρθει ο άντρας σου) Φάρασ. -Παπαδ.