σώνω
(ρ.)
σώνω
[ˈsono]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ.
σώνου
[ˈsonu]
Μισθ., Σίλ.
Αόρ.
έσωσα
[ˈesosa]
Αραβαν., Σινασσ.
έσουσα
[ˈesusa]
Μισθ.
ήσωσα
[ˈisosa]
Αξ.
Υποτ.
σώσω
[ˈsoso]
Σινασσ., Φάρασ.
σώσου
[ˈsosu]
Σίλ.
Παθ.
σώζομαι
[ˈsozome]
Φάρασ.
σώνουμαι
[ˈsonume]
Γούρδ.
Αόρ.
σώθα
[ˈsoθa]
Ανακ., Ποτάμ., Σινασσ., Φάρασ.
σώχα
[ˈsoxa]
Γούρδ.
Από το αρχ. ρ. σῴζω. Ο τύπ. σώνω μεσν., αναλογ. προς άλλα ερρινόληκτα ρ. (πβ. χάνω-έχασα).
1. Σώζω
Γούρδ., Σίλ.
:
Αυτό αν τα ρώνεις, σε σώσεις τσ̑ην ψ̑υσ̑ή σου
(Αν το δώσεις αυτό, θα σώσεις την ψυχή σου)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
γλυτώνω
2. Επαρκώ
Αξ., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Φλογ.
:
Σώνον άλλε ντα έπ'κες
(Φτάνουν πια αυτά που έκανες)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Το ντώκεζ με το χαρτί ντεν ήσωσεν
(Το χαρτί που μου έδωσες δεν έφτασε)
-Μαυρ.-Κεσ.
Δεν έσουσι ψωμί
(Δεν έφτασε το ψωμί)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Σών'με - σών' το
(Μου φτάνει - του φτάνει)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
|| Ασμ.
Σώνουν, κυρά μ’, οι προσευχές, σώνουν και οι μετάνοιες
(Φτἀνουν κυρά μου οι προσευχές, φτάνουν και οι μετάνοιες)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ327
β.
Απρόσ., ως επιφών., φτάνει, αρκετά
Καππ.
:
Σών' άλλο, κόψε το τ͑ακ-τ͑ουκ
(Φτάνει πια, σταμάτα το τακ-τουκ
)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
3. Ολοκληρώνω, τελειώνω κάτι
Αραβαν., Σίλατ., Σινασσ., Τζαλ., Φάρασ.
:
Έσωσα τ' όργο μ'
(Τέλειωσα την δουλειά μου)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Άμα σωνούτανε τα χρόνια τ', πεθάνισ̑κεν
(Όταν τέλειωναν τα προκαθορισμένα από την μοίρα χρόνια του, πέθαινε)
Σίλατ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Φρ.
Σώνω πουά χρόνες
(Σώνω πολλά χρόνια˙ Ζω πολλά χρόνια)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Το φένgος σώθην
(Το φεγγάρι ολοκληρώθηκε˙ Η σελήνη είναι στη χάση της)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Σώθεν το φεγγάρι
Τζαλ.
-ΚΜΣ-ΚΠ342
Σώνω τα λόγια
(Τελειώνω τα λόγια˙ Φλυαρώ)
Σινασσ.
-Ρίζ.Αγ.
|| Ασμ.
Όσο να σώσ' το λόγο της, χούφτα χώμα γενότον
(Μέχρι να τελειώσει τα λόγια της, ο (νεκρός) έγινε μιά χούφτα χώμα)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Σώθαν τα σεραdάμερα και οι σεράνdα μέρες
Χάρος τον παραστάθηκε να πάρει την ψυχή του (Πέρασε η προθεσμία των σαράντα ημερών και ωρών
O Χάρος ήρθε κοντά του να του πάρει την ψυχή (του ακρίτα)) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. μπιτιρντίζω, πληρώνω, φυτρώνω, γλυτώνω
Χάρος τον παραστάθηκε να πάρει την ψυχή του (Πέρασε η προθεσμία των σαράντα ημερών και ωρών
O Χάρος ήρθε κοντά του να του πάρει την ψυχή (του ακρίτα)) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. μπιτιρντίζω, πληρώνω, φυτρώνω, γλυτώνω
β.
Πεθαίνω (μόνο για κληρικούς στην παθ. φωνή)
Φάρασ.
4. Αναπληρώνω
Γούρδ.
5. Αντέχω, βαστώ
Φάρασ.
:
Σώνω σην bείνα
(Αντέχω στην πείνα)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Έσωσες έσωσες, σώσε τζ΄ ώστου νάρτει ο άντρας σου
(Άντεξες, άντεξες, άντεξε και μέχρι να έρθει ο άντρας σου)
Φάρασ.
-Παπαδ.