ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γλυτώνω (ρ.) γλυτώνω [ɣliˈtono] Σινασσ., Φάρασ., Φλογ. γλουτώνω [ɣluˈtono] Αραβαν., Φερτάκ. γουλτώνω [ɣulˈtono] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Αραβ., Γούρδ., Ουλαγ., Σίλατ., Τελμ., Φερτάκ. γουλτώνου [ɣulˈtonu] Ανακ., Αφσάρ., Μισθ., Σίλ., Φλογ. γουλτών-νου [ɣulˈtonnu] Σίλ. κουλτώνω [kulˈtonο] Τροχ. qoυλτώνου [qulˈtonu] Φλογ. qουλντώνω [qulˈdono] Σίλατ. γκουλτώνω [gulˈtono] Ανακ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλατ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ. γουρτώνου [ɣurˈtonu] Μισθ., Σίλ. Παρατατ. γούλτωνα [ˈɣultona] Αξ., Μισθ. γούλτουνα [ˈɣultuna] Μισθ., Φλογ. Αόρ. γλύτωσα [ˈɣlitosa] Κίσκ., Σινασσ., Φάρασ. γούλτωσα [ˈɣultosa] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σίλ., Φλογ. γκούλτωσα [ˈgultosa] Ουλαγ., Σεμέντρ. qούλτωσα [ˈqultosa] Φλογ. κούλτωσα [ˈkultosa] Τροχ., Φλογ. γούλτουσα [ˈɣultusa] Μισθ., Φλογ. γούλτησα [ˈɣultisa] Σίλ. γούλτσησα [ˈɣultsisa] Σίλ. γούρτσησα [ˈɣurtsisa] Σίλ. Προστ. γλύτω [ˈɣlito] Ανακ., Σινασσ. γούλτου [ˈɣultu] Μισθ., Σίλ. γούλτω [ˈɣulto] Ανακ., Αξ., Σίλ., Τελμ. κούλτω [ˈkulto] Ανακ. qούλτω [ˈqulto] Φλογ. γούτω [ˈɣuto] Τελμ. Παθ. γουλτιέμαι [ɣulˈtʝeme] Αξ. Αόρ. γουλτώσ'κα [ɣulˈtoska] Σίλ. Μεσν. ρ. γλυτώνω, το οπ. από το μεσν. ρ. ἐγλυτώνω/ἐκλυτώνω (< αρχ. επίθ. ἔκλυτος και το παραγωγ. επίθμ. -όω > -ώνω).
1. Σώζω κάποιον ή κάτι Ανακ., Αξ., Αραβαν., Κίσκ., Μισθ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ. : Αdό μένα γλύτωσέ με (Αυτό (το αγόρι) εμένα με γλύτωσε) Φάρασ. -Dawk. Εγώ ποίκα ετά τα έργατα, και να qουλτώσω τα αδέλφια μ' (Εγώ έκανα αυτές τις πράξεις για να γλυτώσω τα αδέρφια μου) Φλογ. -Dawk. Ό,τσ̑ι γκαι ποίκεις, ποίκε· εμένα γούλτω με (Ό,τι είναι να κάνεις, κάνε το· εμένα γλύτωσέ με) Τελμ. -Dawk. qούλτωσα τα παιδιά μ' και δεν έπεσαν ση θάλασσα (Γλύτωσα τα παιδιά μου και δεν έπεσαν στην θάλασσα) Φλογ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β Ένα βραντύ γούρτσησίν ντους (Ένα βράδυ τους γλύτωσε) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ο Θεός ν'τα γλυτώσει 'σ' τα σ̑έρε σου! (Ο Θεός να τα γλυτώσει απ' τα χέρια σου!) Φάρασ. -Αναστασ. Να μας γουλτώεις απ' ερού σα φσ̑έγια (Να μας γλυτώσεις απ' αυτά τα παιδιά) Αραβαν. -ΙΛΝΕ Παναΐα, γούλτου μι μ' ένα νουνdζά λάι! (Παναγία μου, γλύτωσέ με με μιά ουγγιά λάδι!) Μισθ. -Κωστ.Μ. 'γώ 'δε νε 'σ' το φόβο μ' ήρτα νε να γλυτώσ' ήρτα. Ήρτα να γλυτώσω το μαναστήρι! Ήρτα να γλυτώσετε 'σείς το μαναστήρι. (Εγώ εδώ ούτε από τον φόβο μου ήρθα ούτε για να γλυτώσω. Ήρθα να γλυτώσω το μοναστήρι! Ήρθα να γλυτώσετε εσείς το μοναστήρι (από τους Τούρκους που το έχουν καταλάβει)) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. || Φρ. Γουλτώνω το ψωμί μ' (Γλυτώνω το ψωμί μου˙ κερδίζω το ψωμί μου) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Το γλύτωσ' ο Θος (Τον γλύτωσε ο Θεός˙ τον ανάπαυσε ο Θεός) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Η Παναΐα να σε γλυτώσει (Η Παναγία να σε γλυτώσει˙ η Παναγία να δώσει να γεννήσεις) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 || Ασμ. Άγιε Γιώργη μ', γλύτω με κι εγώ ας σε ζουγραφίσω
(Άγιε μου Γιώργη, γλύτωσέ με κι εγώ θα φτιάξω το εικόνισμά σου) Σινασσ. -Αρχέλ.
Να υπάμ' να γλυτώσουμ', ε φσ̑άχε, το μαναστήρι
Να γατι-έσουμ' 'ποπέσου τις Τούρτσ̑οι τις χιντσίροι
(Να πάμε να γλυτώσουμε, λεβέντες, το μοναστήρι
Να διώξουμ' από μέσα τους Τούρκους τους τα γουρούνια)
Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ.
Συνών. σώνω :1
2. Σώζομαι, απαλλάσσομαι από κάποιον ή κάτι δυσάρεστο ή ενοχλητικό Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ. : Άχτ'σεν ντ' αβγά, γλυτώσανε, πη-άγανε ση πατρίδα τούνε· γλύτωσε 'σ' τη βρεσ̑ή ((Ο βασιλιάς) σπιρούνισε τα άλογα, γλυτώσανε (απ' την βροχή), πήγανε στην χώρα τους· γλύτωσε απ' την βροχή) Φάρασ. -Dawk. Αν το μαρ' αφένdζ̑η μ', ασ' τα χ'ερια τ' ντε γουλτώνουμ' νε 'γώ νε εσ̑ύ (Αν το μάθει ο αφέντης, απ' τα χέρια του δεν γλυτώνουμε ούτε εγώ ούτε εσύ) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Πόμισ̑καν λιψασμένα, φέγισ̑καν, γούλτωναμ' ((Οι επιδρομείς) έμεναν διψασμένοι, έφευγαν, γλυτώναμε) Μισθ. -Κωστ.Μ. Η μαρκάλα πέσε και σήκω, γλύτωσε ασ' το δάσος (Η γιγαντιαία ανθρωποφάγος δράκαινα έπεσε και σηκώθηκε και γλύτωσε από το δάσος (με τα αγκάθια)) Σινασσ. -Αρχέλ. 'στέρου ήρταν 'σ' το Τασ̑άνι Κούρτοι τσ̑αι γατ͑ι-έσαν τα τσ̑αι 'βούτσι γλύτωσι ο χωρίος μας (Μετά ήρθαν Κούρδοι απ' το χωριό Τασάνι και τους έδιωξαν, κι έτσι γλύτωσε το χωριό μας) Φάρασ. -Ζουρνατζ. Να πέχ̑ανα και να γούλτωσα (Να πέθαινα και να γλύτωνα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Τα γούλτωσαν πάλ' ήρταν (Αυτοί που γλύτωσαν ήρθαν πάλι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Έφααν ντου, γούλτουσαν τα σαμαριές (Το έφαγαν και γλύτωσαν τα χαστούκια) Μισθ. -ΙΛΝΕ Γούλτουσιν ντου χασταχανά (Απέφυγε το νοσοκομείο) Μισθ. -Κοτσαν. Εκείνα λεν εύ'χαν όξου, γούλτουσαν, αλλά τσι δου χωριό έχ' άλλη χάρη (Εκείνοι λένε έφυγαν στο εξωτερικό, γλύτωσαν, αλλά το χωριό έχει άλλη χάρη) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Απ' τα χέρια λλε γκούλτωσα (Γλύτωσα πια απ' τα χέρια σου) Ουλαγ. -Κεσ. Χέμεν σηκώθην το τρεν', πασλάτ'σανε Κουρτ' με τα χτέρε τασλάτναν μας, κι αβούτσ̑α το τρεν' μάκρυνε και κουλτώσαμε (Μόλις ξεκίνησε το τρένο, άρχισαν κάποιοι Κούρδοι να μας πετροβολούν. Και έτσι το τρένο απομακρύνθηκε και γλυτώσαμε) Φλογ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β Οπ' σκώτημα γούλτησι (Γλύτωσε απ' το σκότωμα) Σίλ. -Dawk. Αν εύρεις έν' φακούδ' τιμόξυλο, να γλυτώσεις (Αν βρεις ένα κομμάτακι τίμιο ξύλο, θα γλυτώσεις) Φλογ. -ΙΛΝΕ Απιδού πάλι σηκώθαμε σκοτεινά, μο να γλυτώσουμε 'σ' το κρύο (Κι αποκεί λοιπόν σηκωθήκαμε νύχτα, τουλάχιστον να γλυτώσουμε απ' το κρύο) Φάρασ. -Ζουρνατζ. Οι άνθρωπ' είν' πιο διαβολεμέν' ασ' τους δράκους αμά πιάνουνdαι κι εύκολα. Να ζιουμ' τίχαλα να γλυτώσ' αδαρά (Οι άνθρωποι είναι πιο διαολεμένοι από τους δράκους αλλά πιάνονται και πιο εύκολα. Να δούμε πώς θα γλυτώσει τώρα (αυτός ο άνθρωπος που μπήκε στην σπηλιά μας)) Σινασσ. -Αρχέλ. Τουν άντρα μου μη τουν γκρεμάσ'τι· κρεμάσ'τι ντανά, κι ναζ γουλτώσ̑ει οπ' τσ̑η ζουλιά (Τον άντρα μου μην τον κρεμάσετε· κρεμάστε το μοσχάρι, κι ας απαλλαγεί (ο άντρας μου) απ' αυτήν την υπόθεση) Σίλ. -Dawk. Γούλτω κι εσ̑ύ απ' εκείνα, κι εγώ αζ γουλτώσω ασ' τα σον τα λακ͑ıρdι̂́για (Να γλυτώσεις κι εσύ από κείνα, κι εγώ να γλυτώσω απ' τα δικά σου λόγια) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Φάτε κι εμένα και αζ γουλτώσω (Φάτε κι εμένα, να τελειώνουμε) Τελμ. -Dawk. Παναΐα μ', ποίκι μι χταρ', να γουλτώσου απ' σ̑κυλιού τα χέρια (Παναγία μου, κάνε με πέτρα, να γλυτώσω απ' τα χέρια του σκυλιού (δηλ. των Τούρκων)) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ας φύουμ' να γουλτώσουμ' (Ας φύγουμε να γλυτώσουμε) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Αγά μ', 'α γουλτωθώ (Αφέντη μου, θα γλυτώσω) Φάρασ. -Dawk. || Παροιμ. Γλύτωσεν ασ' του λύκου το στόμα (Γλύτωσε απ' του λύκου το στόμα˙ Γλύτωσε από μιά εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση) Σινασσ. -Αρχέλ. Γούλτωσεν αζ' λυκιού το στόμα (Γλύτωσε απ' του λύκου το στόμα˙ το ίδιο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Γούλτωσες αζ' λύκου το στόμα (Γλύτωσες απ' του λύκου το στόμα˙ γλύτωσες από μιά εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.
β. Απαλλάσσομαι από το βάρος της εγκυμοσύνης, γεννώ Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλ., Φάρασ., Φλογ. : Ναίκα τ' γούλτωσε (Γέννησε η γυναίκα του ) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Εκεινά ναίκα γούλτουσι (Εκείνη η γυναίκα γέννησε ) Μισθ. -Κοτσαν. Γκούλτωσε γκαι έπ'κε 'να κορίτσ̑' (Γέννησε και έκανε ένα κορίτσι ) Ουλαγ. -Κεσ. Ήρτα παρέμα, γούλτουσι ναίκα, ποίκι μου ένα κορίτσ' (Ήρθα επέστρεψα, γέννησε η γυναίκα μου, μου έκανε ένα κορίτσι ) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Οψυής 'τουν σου κόρη μ', έτοιμο σι ντυό μήνις να γουλτώσ' τουν (Ήταν έγκυος στην κόρη μου, έτοιμη να την γεννήσει σε δυο μήνες ) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ναίκα μ' γούλτουσιν τσι μποίκι γκίτσια (Η γυναίκα μου γέννησε και έκανε δίδυμα ) Μισθ. -Κοτσαν. Χεγός να σε δώκ' ένα καλό: μι του καλό να γουλτώεις! (Ο Θεός να σου δώσει ένα καλό: με το καλό να γεννήσεις! ) Μισθ. -Κωστ.Μ. || Φρ. Να σκάσει στο σκιαμνίσ', μη πορεί να γουλτώσει (Να σκάσει στο σκαμνί, να μην μπορεί να γεννήσει ˙ κατάρα) Μισθ. -ΙΛΝΕ Με το καλό να γλυτώσεις (Με το καλό να γεννήσεις ) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142
3. Φέρνω σε πέρας, ολοκληρώνω Ανακ., Αξ., Αφσάρ., Μισθ., Σίλ., Τροχ., Φάρασ., Φλογ. : Γουλτώνω τ'όργο μ' (Τελειώνω την δουλειά μου) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Γλυτώνου το 'ργου (Τελειώνω την δουλειά) Αφσάρ. -Αναστασ. Τσ̑αλιστά τες βέργες· γουλτών-νει τες (Φτιάχνει τα σκουλαρίκια· τα τελειώνει) Σίλ. -Dawk. Ως το μεσ̑'μέρ' qουλτώνουμ' το (Ως το μεσημέρι το τελειώνουμε) Φλογ. -ΙΛΝΕ 'τουν γούλτουναμ' τ' άργαdα, σ̑ήκουναμ' d' αλώνια (Όταν τελειώναμε τις δουλειές, σηκώναμε τ' αλώνια) Μισθ. -Κωστ.Μ. Dε γούλτωσαν ντου χέρισμα (Δεν τέλειωσαν το θέρισμα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Έφαγαμ', γούλτωσαμ', ήρτι Κώστας (Μόλις ολοκληρώσαμε το φαγητό μας, ήρθε ο Κώστας) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ήλασαμ', γούλτουσαμ' (Οργώσαμε, τελειώσαμε) Μισθ. -Κωστ.Μ. qούλτωσαν και το αμπέλ' (Τέλειωσαν και με το αμπέλι) Φλογ. -ΙΛΝΕ Γούλτσησίν ντα σκολειόν ντου (Τέλειωσε το σχολείο του) Σίλ. -Κωστ.Σ. Βραγυνίσκ' κι ετούτα ντεμ bορ' να το γουλτώσ̑'νε (Βραδιάζει κι αυτοί δεν μπορούν να το τελειώσουνε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Όταν τελειώσ̑' την σπορά ντου σπόρου τ', να γουλτώσει ντου σπόρους, να έρτ' σου σπίτι (Όταν τελειώσει την σπορά του σπόρου του, αν τελειώσει την σπορά, θα έρθει στο σπίτι) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Μπίρι νη τσ̑η γουλτώσου, ρο πουρ' να νάρτου (Πριν την τελειώσω, δεν μπορώ να έρθω) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. μπιτιρντίζω :1, πληρώνω, φυτρώνω :1, σώνω :3
β. Σώνομαι Αξ. : Το πλεγούρ' μας γούλτωσεν (Το πληγούρι μας τέλειωσε ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.