γλιστρώ
(ρ.)
γλιστρώ
[ɣliˈstro]
Γούρδ., Μισθ.
Αόρ.
γλίστρησα
[ˈɣlistrisa]
Γούρδ.
Από το μεσν. ρ. γλιστρῶ, το οπ. από το πρώιμ. μεσν. ρ. ἐκλιστράω-ῶ.
Ολισθαίνω
Συνών.
γαγιουρντώ, σαγουλντώ :1