ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαγουλντώ (ρ.) σαγουλντώ [saɣulˈdo] Μισθ. σαγϋλντώ [saʝylˈdo] Δίλ. σαγιλντώ [saʝilˈdo] Τροχ. σιλινdίζου [silin'dizu] Μισθ. σιλινdώ [silin'do] Μισθ. Αόρ. σαγούλντισα [saˈɣuldisa] Μισθ. σαγΰλσα [saˈʝylsa] Δίλ. σιγούλσα [siˈɣulsa] Μισθ. σιλίντ'σα [siˈlintsa] Μισθ. Πιθ. από το τουρκ. ρ. sağılmak = α) σέρνομαι στο έδαφος (για φίδια) β) πέφτω γρήγορα προς τα κάτω γ) διαλεκτ., ξεγλιστρώ.
1. Γλιστρώ Μισθ., Τροχ. : Σιλίντ'σα τσι τουν έπεισα τσ̑άκουσα ντου πτιάρι μ’ (Γλίστρησα και πέφτοντας έσπασα το πόδι μου) Μισθ. -Κοτσαν. Τράνα, τράνα πώς σαγιλντά σο ξιβούν’ (Κοίτα, κοίτα πώς ξεγλιστρά από την τρύπα του καταφυγίου) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ.
2. Για αστέρια, πέφτω Δίλ. : Σαγΰλσεν τ’ άστρο (Έπεσε ο διάττων αστέρας) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887