σαγουλντώ
(ρ.)
σαγουλντώ
[saɣulˈdo]
Μισθ.
σαγϋλντώ
[saʝylˈdo]
Δίλ.
σαγιλντώ
[saʝilˈdo]
Τροχ.
σιλινdίζου
[silin'dizu]
Μισθ.
σιλινdώ
[silin'do]
Μισθ.
Αόρ.
σαγούλντισα
[saˈɣuldisa]
Μισθ.
σαγΰλσα
[saˈʝylsa]
Δίλ.
σιγούλσα
[siˈɣulsa]
Μισθ.
σιλίντ'σα
[siˈlintsa]
Μισθ.
Πιθ. από το τουρκ. ρ. sağılmak = α) σέρνομαι στο έδαφος (για φίδια) β) πέφτω γρήγορα προς τα κάτω γ) διαλεκτ., ξεγλιστρώ.
1. Γλιστρώ
Μισθ., Τροχ.
:
Σιλίντ'σα τσι τουν έπεισα τσ̑άκουσα ντου πτιάρι μ’
(Γλίστρησα και πέφτοντας έσπασα το πόδι μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Τράνα, τράνα πώς σαγιλντά σο ξιβούν’
(Κοίτα, κοίτα πώς ξεγλιστρά από την τρύπα του καταφυγίου)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
2. Για αστέρια, πέφτω
Δίλ.
:
Σαγΰλσεν τ’ άστρο
(Έπεσε ο διάττων αστέρας)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887